Χαραλάμπους Νεοφύτου
Πρεσβυτέρου
ΛΕΜΕΣΟΣ 2009
Περιεχόμενα
. 1
1.Πρὀλογος…. 4
2.«Η ΕΚΚΛΗΣΊΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ». 7
3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.. 8
4. Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ. 16
5. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.. 21
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ.. 21
6.ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ.. 26
ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΊΑ.. 26
7.ΚΥΡΙΏΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ.. 28
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ.. 28
8. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΝΤΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΌΜΕΝΟΙ 46
9.Ἡ ἀποχώρηση ἀπό τό Ναό.. 55
10.Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις 56
1.Πρὀλογος.
Ἀπό τήν ἐποχή πού ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο ἀπό τή φτὠχεια καί τή μιζέρια καί τοῦ ἐξασφάλισε κάποια ἄνετη ὑλική ζωή, ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά ἀξιοποιήσει τήν πρόοδο ὥστε αὐτή νά τόν ὑπηρετεῖ, ἔγινε αὐτός δοῦλος καί αἰχμάλωτος τῆς προόδου ἀκολουθώντας τά ὑλικά καί πρόσκαιρα, σάν νά ἦταν αἰώνια. Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πρᾶγμα πού δέν ἔπρεπε νά κάνουμε, ἀφήσαμε τίς παραδόσεις μας καί ἀκολουθήσαμε δρόμους ἀλλότριους καί ἀμφίβολους. Ἡ ζωή μας γέμισε ἆγχος καί ἀγωνία καί τό σῶμα μαστίζεται ἀπό σοβαρότατες καί ἀνίατες ἀσθένειες. Ριχτήκαμε μέ μανία στήν ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀπομακρυνθήκαμε οἱ περισσότεροι ἀπό Χριστό καί τήν ἐκκλησία Του, γιά νά χορτάσουμε τή φθειρόμενη ὕλη, τά ξυλοκέρατα τῆς παρούσης ζωῆς, ξεχνώντας τό λόγο τοῦ Κυρίου, πού εἶπε: «χωρίς ἐμένα δέ μπορεῖτε νά κατορθώσετε τίποτα», καί τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι τραγικά. Χάθηκε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀπό τά σπίτια μας καί τόν τόπο μας, πολλοί τό ὁμολογοῦν αὐτό.
Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά ἐπανέλθουμε καί νά ξαναγίνει ὁ λαός μας λαός τοῦ Κυρίου, γιά νά ἔχουμε καί τήν προστασία Του. Θά πρέπει νά ἐπιστρέψουμε στήν εὐλογημένη συνήθεια τῶν πατέρων μας καί νά ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά καί νά συμμετέχουμε στά Μυστήρια τῆς ἐκκλησίας καί προπάντων στή Μετάνοια-ἐξομολόγηση καί στή Θεία Κοινωνία.
Ὅμως γιά νά τό ἐπιτύχουμε αὐτό χρειάζεται συνεχής διαφώτιση, προπάντων στή νέα γενιά, πού πιστεύω, ἀπό ἄγνοια, ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐκκλησία, γιατί δέν γνωρίζει τί χάνει καί πόσο ζημιώνεται ἀπό τήν ἀποχή τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῆς Κυριακῆς ἰδιαίτερα. Ἐμεῖς στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας προσπαθοῦμε, καί δίνουμε τό δίλεπτο τῆς χήρας, ἴσως κάποιος ὠφεληθεῖ. Κάποιοι ἄλλοι ἴσως κάνουν περισσότερα.
Ἔτσι, στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν θά ἀναφερθοῦμε στό θέμα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν πιστῶν, καί τή συμμετοχή τους στή Θεία μετάληψη.
Θά φροντίσουμε νά ποῦμε μέ λίγα καί ἁπλᾶ λόγια γιά τό τί εἶναι ἡ ἐκκλησία· στή συνέχεια νά ἀποδείξουμε ὅτι ὁ ἐκκλησιασμός εἶναι ἐντολή Θεοῦ, ἀλλά καί πόσο ὠφελεῖται ὁ ἐκκλησιαζόμενος χριστιανός, καί ὄταν προπαντός συμμετέχει τακτικά καί ἄξια στή Θεία Μετάληψη, διαφωτίζοντας ἔτσι τούς καλῆς θελήσεως χριστιανούς νά ἐκκλησιάζονται τουλάχιστον κάθε Κυριακή γιά τό δικό τους καλό καί ὄχι μόνο, γιατί μέ τό νά ἐκκλησιάζονται οἱ ἄνθρωποι καί νά ζοῦν τή μυστηριακή ζωή τῆς ἐκκλησίας, νά ζοῦνε τήν κατά Χριστό ζωή γιά νά μεταβληθεῖ σιγά σιγά πρός τό καλύτερο καί ἡ εἰκόνα τῆς κοινωνίας γενικά.
Μόνον διά τῆς ἐκκλησίας καί μέσα ἀπό τήν ἐκκλησία θά πάρει ὁ χριστιανός τό εἰσητήριο γιά νά περάσει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στή χαρά τοῦ Παραδείσου. Γιά τοῦτο ὁ ἐκκλησιασμός καί ἡ τακτική Θεία Μετάληψη, εἶναι ἀναγκαιότατο καθῆκο κάθε ὀρθόδοξου χριστιανοῦγιά νά πετύχει τό σκοπό του.
2.«Η ΕΚΚΛΗΣΊΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
Ἡ λέξη «ἐκκλησία» σημαίνει συνάθροιση. Ὁ ἀρχαῖος κόσμος τίς συναθροίσεις τοῦ λαοῦ γιά δημόσια θέματα τίς ὀνόμαζε, «ἐκκλησία τοῦ Δήμου» ἀπό τό ρῆμα «ἐκκαλῶ».
Οἱ Ἰουδαῖοι τίς θρησκευτικές τους συναθροίσεις τίς ὀνόμαζαν «Συναγωγές» ἀπό τό ρῆμα «συνάγω».
Ἀπό τίς συναθροίσεις, λοιπόν, τῶν ἀρχαίων καί τῶν Ἰουδαίων προέκυψε καί τρίτη, αὐτή τῶν χριστιανῶν. Σάν νέα συνάθροιση αὐτή τῶν χριστιανῶν ἔπρεπε νά λάβει καί νέαν ὀνομασία. Ἔτσι στή συνάθροιση τῶν χριστιανῶν, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ζωῆς της δώθηκε ἡ ὀνομασία, «ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ Χριστοῦ», ὀνομασίες πού κυριαρχοῦν στήν Καινή Διαθήκη καί διαφέρουν βασικά ἀπό τίς ἄλλες ὀνομασίες, τόσο στήν προέλευση ὅσο καί στόν χαρακτῆρα καί στό σκοπό.
3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἡ ἔννοια τῆς ἐκκλησίας εἶναι μεγάλο θέμα καί ἐγράφτηκαν πολλές σελίδες ἀπό ἱκανούς καί φωτισμένους ἄνδρες. Ἐμεῖς ἐδῶ μεταφέρουμε λίγα καί ἁπλᾶ λόγια γιά τούς ἁπλούς χριστιανούς μας, καί ἐλπίζω νά γίνουν κατανοητά σ’ ὅλους
Ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν χριστιανῶν πού ἔχουν βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καί ἀναγνωρίζουν σάν Σωτήρα καί Λυτρωτή, ἀλλά καί σάν κεφαλή τους τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτοί συναθροιζόμενοι ἀποτελοῦν τήν ἐκκλησία, τό «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ»
Ἡ προέλευση τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεία καί συνδέεται μέ τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου[1]. Αὐτός πού τήν θεμελίωσε, τήν πρόσλαβε, τήν συγκαλεῖ καί προνοεῖ γι’ αὐτήν, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι καί ἡ κεφαλή ὅλου τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας καί εἶναι ἀχώριστος ἀπό τήν ἐκκλησία καί πάντοτε ἑνωμένος μ’ αὐτήν καί μέ τό κάθε μέλος χωριστά.
Πῶς ὅμως γίνεται κατορθωτή αὐτή ἡ ἑνότητα πού πρέπει νά εἶναι πραγματική καί ὄχι θεωρητική;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ πῶς γίνεται αὐτή ἡ ἑνότητα, παίρνοντας παράδειγμα ἀπό τό σῶμα μας: « Ὅπως τό σῶμα εἶναι ἕνα, ἀλλ’ ἔχει μέλη πολλά, ὅλα δέ τά μέλη τοῦ ἑνός σώματος, ἄν καί εἶναι πολλά, ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, ἔτσι καί ὁ Χριστός, μέ τό πλῆθος τῶν πιστῶν ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα»[2]. Αὐτή τή σχέση πού ἔχουν τά διάφορα μέλη τοῦ σώματος μεταξύ τους καί μέ τήν κεφαλή, γιά νά λειτουργεῖ ὁμαλά ὁ ὅλος ἄνθρωπος, αὐτή τή ὀργανική σχέση θέλει ὁ Θεός νά ἔχει κάθε χριστιανός μέ τό συνάνθρωπό του καί μέ τό Χριστό, μέσα στήν ἐκκλησία καί παντοῦ.
Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, ἀπό τά αἵματα τῆς Παρθένου Μαρίας, τή θυσίασε γιά μᾶς ὑποφέροντας θλίψεις καί ὀδύνες καί θάνατο. τήν ἀνέστησε, τή θέωσε, σώζοντας ἔτσι τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ σατανᾶ. Τή σάρκα ἐκείνη δέν τήν ἄφησε, ἀλλά ἀφοῦ τή θέωσε τήν ἀνύψωσε στό θεϊκό θρόνο, «πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία», καί ἔγινε ἔτσι ὁ ἀρχηγός τῶν νικητῶν κατά τῆς ἁμαρτίας καί ἡ κεφαλή ὅλων τῶν σεσωσμένων.
Ἔτσι μέ τήν πράξη του αὐτή ὀ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἵδρυσε τήν ἐκκλησία, τό σῶμα τῶν σεσωσμένων καί ἔγινε κεφαλή αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἑνώθηκε ἀδιάσπαστα καί ἀχώριστα μαζί της, καί τήν «ὕψωσε ὑπεράνω κάθε ἀρχῆς καί ἐξουσίας» Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ μεγάλο θαυμασμό σχολιάζει: «Ὠ πόσον θαυμαστόν καί τοῦτο! Ποῦ ἀνύψωσε καί τήν ἐκκλησία; Σαν μέ κάποια μηχανή τήν ἔσυρε καί τήν ὠδήγησε εἰς μέγα ὕψος, καί ἐκάθισεν αὐτήν εἰς ἐκεῖνον τόν θρόνον. Διότι ὅπου εὑρίσκεται ἡ κεφαλή, ἐκεῖ εὑρίσκεται καί τό σῶμα· καί ἐφ’ ὄσον εἶναι κεφαλή καί σῶμα, μέ καμίαν ἐνδιάμεση ἀπόσταση δέν χωρίζονται· διότι ἐάν χωρίζωνται δέν θά ὑπῆρχε σῶμα, δέν θά ὑπῆρχε κεφαλή...Τό συμπλήρωμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκκλησία. Διότι τό συμπλήρωμα τῆς κεφαλῆς εἶναι τό σῶμα, καί συμπλήρωμα τοῦ σώματος εἶναι ἡ κεφαλή.»
Ἔτσι ὅσοι ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἐκκλησία ἑνώνονται καί μαζί Του διά τῆς συμμετοχῆς τους στή Θεία Κοινωνία ὅπου τόν τρώγουν καί τρέφονται μέ τή σάρκα Του καί τό Αἷμα Του καί γίνονται μέρος τοῦ σώματος Του, πού εἶναι ὅλη ἡ ἐκκλησία. Ἔτσι κατορθώνεται ἡ ἕνωση ὅλων τῶν μελῶν μέ τήν κεφαλή καί μεταξύ τους. Γιά τοῦτο χρειάζεται νά γίνεται καί ἡ συνάθροιση κάθε Κυριακή μέσα στό Ναὀ, γιά νά ἀναζωοπυρώνεται καί νά προοδεύει ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν με τη συμμετοχή τους στή μετάληψη τοῦ Σώματος και τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου μέχρι πού νά ὁλοκληρώσουν τή σωτηρία τους.
Ὁ σκοπός τῆς συνάθροισης τῆς Χριστιανικῆς ἐκκλησίας εἶναι πολύ διαφορετικός ἀπό τίς συναθροίσεις τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ κοσμικές συναθροίσεις ἔχουν σκοπό νά ἐξυπηρετήσουν ὑλικά συμφέροντα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλήσία τῶν ὀρθοδόξων πού συναθροίζεται μέσα στό Ναό ἔχει πνευματικό σκοπό καί ἐπιδιώκει τή θεραπεία καί ἀπαλλαγή τῶν χριστιανῶν ἀπό τήν ἁμαρτία γιά νά τούς ἐξασφαλίσει τήν εἴσοδο στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν αἰώνια σωτηρία.
Ἡ συμμετοχή τοῦ κάθε μέλους τῆς ἐκκλησίας στήν ὅλη ζωή τῆς, εἶναι ὅπως ἡ συμμετοχή τῶν μελῶν τοῦ σώματός μας στήν ὅλη λειτουργία τοῦ ὅλου σώματος. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἔτσι οἱ πολλοί εἴμεθα ἕνα σῶμα ἐν Χριστῶ καί ὁ καθένας λειτουργεῖ ὡς ὄργανο τῶν ἄλλων»[3] Κάθε πιστός συμπεριφέρεται σάν ἀδελφός καί διάκονος ὅλων τῶν ἄλλων, χωρίς νά πάψει νά εἶναι καί πρόσωπον ξεχωριστόν καί αἰώνιον.
Ἡ ἐκκλησία στηρίζεται στή ἑνότητα καί συλλογικότητα τῶν μελῶν της,« ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν»,[4] εἶπεν ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική προσευχή Του πρός τόν Πατέρα Θεό. Οἱ θεολόγοι λένε αὐτήν τήν ἕνωση (ἀλληλοπεριχώριση), δηλαδή ἑνωμένοι ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλο, ὅπως τά διάφορα μέλη τοῦ ἑνός σώματος. Οἱ ἀληθινοί ὁπαδοί τοῦ Χριστοῦ ἔτσι πρέπει νά εἶναι ἑνωμένοι στήν ψυχή, στήν πίστη, στήν κοινωνία, στήν ἀγάπη καί στό σκοπό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεάνθρωπος Χριστός μέ τόν Πατέρα Θεό. Χωρίς αὐτή τήν ἕνωση δέν ἐπιτυγχάνουμε τό σκοπό μας οὔτε λογαριαζόμαστε χριστιανοί καί οὔτε ἄξιοι νά ὀνομαζόμαστε τέτοιοι.
Σ’ αὐτή τήν ἑνότητα τό Πανάγιον Πνεῦμα ἔχει τόν κύριο ρόλο, ἐπειδή Αὐτό ἔχει ἀναλάβει νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἐργασθεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά ἀξιοποιήσει τή θυσία τοῦ Χριστοῦ καί νά παράξει καρπούς καί νά τούς προσφέρει στό Θεό. Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐφοδιάζει τήν Εκκλησία μ’ ὅλους τού «θησαυρούς τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας» γνώσεως περί Θεοῦ, περί κόσμου, περί ζωῆς καί περί αἰωνιότητας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού ἀπό τήν ἀρχή φώτισε τούς ἀποστόλους καί ἀπό τότε «συγκροτεῖ καί συντηρεῖ τό θεσμό τῆς ἐκκλησίας» κατά τήν ὑμνολογία μας. Καθοδηγεῖ τούς ποιμένες καί διδασκάλους τῆς ἐκκλησίας .Ὅ,τι ἀγαθόν πηγάζει ἀπό τή θυσία τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στήν ἐκκλησία γίνεται κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή μέσα στην ἐκκλησία εἶναι μιά συνεχής ἐπικοινωνία τοῦ πιστοῦ μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατ’ ἐπέκταση μετά τῆς Παναγίας Τριάδος.
Ἡ ζωή μας μέσα στην ἐκκλησία καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί θά πρέπει νά πειθαρχοῦμε σ’ Αὐτό προσαρμόζοντας ἔτσι τή ζωή μας μέ τίς ἐντολές Του διά τῆς ἐκκλησίας .
Ἡ σωτηρία προῆλθε διά τοῦ Χριστοῦ καί συντελεῖται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο διεγείρει τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά τή σωτηρία του.
Μέσα στήν ἐκκλησία προσφέρουμε ὑλικά πράγματα καί τίς ἁμαρτίες μας ἀκόμα καί λαμβάνουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία μας.
Ἡ ἐκκλησία λοιπόν εἶναι κοινή μητέρα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί κάθε ἕνας πού ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν δέν τήν ἔχει μητέρα καί κατ’ ἐπέκταση δέν ἔχει οὔτε τό Θεό πατέρα. Ἐπομένως ἄς τό σκεφτοῦν πολύ σοβαρά ὅσοι λείπουν ἀπό τήν ἐκκλησία. Εἶναι καιρός νά σκεφτοῦν σοβαρά τό θέμα, γιατί σέ τελευταία ἀνάλυση ἀπειθοῦν στό Ἅγιον Πνεῦμα ἁμαρτία ἀσυγχώρητη. (Ματθ.12,32.).
4. Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ.
Μέ τόν πιό πάνω τίτλο ἐννοοῦμε τήν προσεύλευση καί συνάθροιση τῶν πιστῶν μέσα στό Ναό, ἤ τήν ἐκκλησία, γιά νά λατρεύσουν τό Θεό.
Ὁ ἐκκλησιασμός εἶναι ὑποχρεωτικό καθῆκο κάθε πιστοῦ γιατί εἶναι καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί συμπεριλαμβάνεται στίς δέκα ἐντολές. Εἶναι ἡ τέταρτη ἐντολή τοῦ δεκαλόγου περί «ἁγιασμοῦ τῆς ἕβδομης ἡμέρας» καί τήν ὁποία τίμησε πρῶτος ὁ Δημιουργός.
Ἀναφέρεται λοιπόν στήν Ἁγία Γραφή τό ἑξῆς:« Καί συνετέλεσεν ὁ Θεός τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ τά ἔργα αὐτοῦ ἅ ἐποίησεν,καί κατέπαυσεν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ἅ ἐποίησεν. Καί εὐλόγησεν ὁ Θεός τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην καί ἡγίασεν αὐτήν»[5] Δηλαδή μέσα σέ 6 ἡμέρες, ὁ Θεός, τέλειωσε ὅλα τά ἔργα πού ἤθελε νά δημιουργήσει, καί τήν ἕβδομη ἡμέρα σταμάτησε νά ἐργάζεται. Αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς ἀργίας Του, ὁ Θεός τήν εὐλόγησε καί τή ἁγίασε˙ τήν καθόρισε δηλαδή σάν παντοτινή ἀργία. Ἔτσι αὐτή του τήν πράξη ἤθελε νά τήν ἐφαρμόσει καί ὁ λαός Του καί γιά τοῦτο τή συμπεριέλαβε στόν κατάλογο τῶν Δέκα Ἐντολῶν πού ἔδωσε στό Μωϋσῆ ἀργότερα.
Ἔτσι, στήν τέταρτη ἐντολή διαβάζουμε: « Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν Σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. Ἕξ ἡμέρας ἐργᾶ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου, τῇ δέ ἡμέρα τῇ ἑβδόμῃ Σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ ποιήσεις πᾶν ἔργον σύ καί ὁ υἱός σου καί ἡ θυγάτηρ σου».[6] Δηλαδή νά θυμᾶσαι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί νά τήν ἔχεις ὡς ἁγίαν. Ἕξη μέρες νά ἐργάζεσαι καί νά κάνεις κάθε ἐργασία σου. Τήν ἕβδομην ἡμέραν ὅμως, τό Σάββατο, πού εἶναι ἀφιερωμένο στό Θεό σου νά μήν ἐργάζεσαι κανένα ἔργο, οὔτε σύ, οὔτε τά παιδιά σου....
Ἰδού λοιπόν ἡ ξεκάθαρη ἐντολή τοῦ Κυρίου, γιά ὑποχρεωτική ἀργία καί τιμή τῆς ἕβδομης ἡμέρας, γιατί ἀνήκει στό Θεό.
Μέ τήν ἐντολήν αὐτήν ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τόν ἄνθρωπον, ὅτι δέ θά πρέπει νά τόν ἀπασχολεῖ μόνον τό θέμα τῆς ὑλικῆς διατροφῆς καί ἐπιβίωσης, ἀλλά πρέπει νά τόν ἀπασχολοῦν καί ἔργα πού τόν βοηθοῦν στήν πνευματική του πρόοδο καί τελείωση. Καί ἀκόμα ἔπρεπε νά καταλάβει ὅτι δέν εἶναι ὅλα δικά του στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά ἄλλος εἶναι ὁ Κυρίαρχος καί Οἰκοδεσπότης καί πρέπει. Αὐτό νά τό σέβεται καί νά ὑπακούει.
Ὁ Θεός δέν περιορίστηκε μόνο στήν ἐντολή τῆς ἀργίας, ἀλλά προχώρησε καί ὑπόδειξε πῶς πρέπει καί νά ἀργεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά ἁγιάζει τήν ἡμέραν τῆς ἀργίας. Ἰδού πῶς, λέγει πρός τόν Μωϋσῆ: « ἐκκλησίασον (συνάθροισε) πρός με τόν λαόν καί ἀκουσάτωσαν τά ρήματα μου, ὅπως μάθωσι φοβεῖσθαι με πάσας τάς ἡμέρας ἅς αὐτοί ζῶσιν ἐπί τῆς γῆς καί τούς υἱούς αὐτῶν διδάξωσιν». [7] Δηλαδή συγκέντρωσέ μου τό λαό, ὥστε νά ἀκούσουν τά λόγια πού θά τούς εἰπῶ, γιά νά μάθουν νά μέ φοβοῦνται ὅλες τίς μέρες τοῦ βίου τους πάνω στή γῆ καί ἔτσι νά διδάσκουν καί τά παιδιά τους.
Οἱ ὀδηγίες τοῦ Κυρίου εἶναι ξεκάθαρες. Νά συναθροίζονται οἱ Ἰσραηλῖτες κατά τήν ἕβδομην ἡμέρα καί νά διδάσκονται τό νόμο τοῦ Κυρίου, νά τόν λατρεύουν καί νά μανθαίνουν καί τά παιδιά τους νά κάνουν τό ἴδιο, ὅσο χρόνο ζοῦν πάνω στή γῆ. Αὐτό εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ. καί αὐτό κάνουν μέχρι σήμερα μέ πολλήν εὐλάβεια ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖτες. Τήν ἡμέρα τῆς ἀργίας τους μόνον τά ἀναγκαία γίνονται.
Μή μοῦ πεῖτε ὅμως, ὅτι αὐτά εἶναι γιά τούς Ἑβραίους. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι αὐτές οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἰσχύουν πολύ περισσότερο σ’ μᾶς, τόν νέον Ἰσραήλ τῆς χάριτος πού φέρουμε τό ὄνομα Ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Ὁ ἐκκλησιασμός εἶναι καθῆκον κάθε πιστοῦ πού ποθεῖ τή σωτηρία του καί θέλει νά ἀνήκει στήν ἐκκλησία Ὄσοι χριστιανοί δέν τηροῦν τή τετάρτην ἐντολή περί ἀργίας καί ἐκκλησιασμοῦ καθίστανται ἔνοχοι παράβασης θεϊκῆς ἐντολῆς.
5. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ
Ἡ ἀνάπαυση καί ἀνανέωση τῶν σωματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν ὑποζυγίων του εἶναι μέσα στήν φροντίδα τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται ἀπό τά πιό κάτω: «Τῇ δέ ἠμέρα τῇ ἑβδόμῃ ἀνάπαυσις, ἵνα ἀναπαύσηται ὁ βοῦς σου καί τό ὑποζύγιόν σου καί ἵνα ἀναψύξῃ ὁ υἱός σου καί ὁ υἱός τῆς παιδίσκης σου»[8] Δηλαδή τήν ἕβδομη ἡμέρα θά γίνεται ἀνάπαυση, γιά νά ξεκουράζονται τά βόδια σου καί τά ἄλογά σου, ὅπως ἐπίσης θά ἀναπαύεται τό παιδί σου καί τό παιδί τῆς ἐργάτριας σου.
Ἐπειδή μετά τήν ἁμαρτία ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων θά γινόταν πολύ κουραστική, ἐκτός τῆς καθημερινῆς ξεκούρασης, τῆς νύχτας, μερίμνησεν ὁ πανάγαθος Θεός γιά νά ἔχει καί μιά ἄλλη εὐκαιρία πού θά ξεκουράζεται περισσότερο τό σῶμα του, ἀλλά καί ἡ ψυχή του· ἔτσι ὥρισε καί τήν ἕβδομη ἡμέρα, ὥστε νά ἔχει πραγματική ξεκούραση καί ἀνανέωση, γιά νά μπορέσει νά ἀντέξει στίς δύσκολες μέρες τῆς ζωῆς του πού ἔγιναν πολύ κουραστικές ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας του.
Αὐτά βέβαια ἴσχυαν γιά τό λαό τοῦ Ἰσραήλ πού ἐφάρμοζε τό ξηρό γράμμα τοῦ νόμου. Αὐτά ὅμως ἰσχύουν καί γιά μᾶς τό νέο Ἰσραήλ τῆς χάριτος, πολύ περισσότερο, ἐπειδή δέν καταργήθηκαν ἀλλά συμπληρώθηκαν, ἔγιναν νέα ἀπό τόν Χριστό καί φαίνεται ἀυτό ἀπό τή σύγκριση τῆς Συναγωγῆς μέ τήν ἐκκλησία μας. Οἱ Ἰσραηλῖτες τότε δέχονταν τίς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Μωϋσῆ. Στή Συναγωγή διάβαζαν τό Νόμο καί προσεύχονταν χωρίς νά μποροῦν ὅμως νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία. Στήν Καινή Διαθήκη τά παράγματα ἔγιναν ἀσυγκρίτως καλύτερα.
Ἐκτός ἐκείνων τῶν προσταγμάτων πού ἔδωκε στο Μωϋσῆ, ἦλθεν ὁ ἴδιος ὀ Θεός καί ὄχι μόνο μίλησε μέ τόν ἄνθρωπο, ἄλλά θυσιάστηκε γιά τόν ἄνθρωπο, πῆρε τά δικά μας, τή σάρκα μας, καί τήν ἔκανε σάρκα Του, την ὁποία προσφέρει σε κάθε Θεία Λειτουργία και μᾶς καλεῖ να μεταλάβουμε, νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τις ἁμαρτίες μας,να μᾶς ἁγιάσει, να μᾶς φωτίσει και νά μᾶς θεώσει.
Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους καί πολλούς ἄλλους πού δέν ἀναφέρουμε, ἐπιβάλλεται νά ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά τουλάχιστον τίς Κυριακές, ἄν θέλουμε νά λεγόμαστε χριστιανοί καί ἄν θέλουμε νά εἰσέλθουμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στήν αἰώνια μακαριότητα τῶν παιδιῶν Του. Ὅποιος δέν ἀρχίσει ἀπό τή ζωή αὐτή νά μπαίνει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στήν ἐκκλησία, ὅποιος δέν ἐκκλησιάζεται, δέ θά μπορέσει τελικά νά μπεῖ στόν Παράδεισο τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος πού δέν ἔχει τήν ἐκκλησία μητέρα δέ θά ἔχει οὔτε τό Θεό πατέρα κατά τόν ἅγιο Κύριλλο.
Ἐπειδή ἴσως νά προβληθεῖ ἡ ἐρώτηση: « Ἡ τέταρτη Ἐντολή μιλᾶ γιά τό Σάββατο, γιά ἐκκλησιασμό, ἐμεῖς γιατί μιλοῦμε γιά Κυριακή;» Θά ἐξηγήσουμε πιό κάτω γιά τήν ἀλλαγή αὐτή
Στήν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας φαίνεται ὅτι αὐτή ἡ ἀλλαγή ἔγινε πολύ ἐνωρίς ἀπό τούς ὁπαδούς τοῦ Ναζωραίου. Γιά τό λόγο ὅτι ἡ Κυριακή ἀπό τήν ὀνομασία της εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Τήν ἡμέρα αὐτήν ἔγιναν σπουδαῖα γεγονότα πού σημάδεψαν τήν ἡμέρα. Κυριακή ἡμέρα ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Κυριακή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κατῆλθεν στούς Ἀποστόλους καί θεμελίωσε τήν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Κυριακή, ὅπως λένε οἱ Πατἐρες τῆς ἐκκλησίας εἶναι τό σύμβολο τοῦ νέου αἰώνα, εἶναι μέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Ἡ ἀλλαγή ἔγινε πολύ ἐνωρίς καί γιά νά διαχωρήσουν οἱ χριστιανοί ἀπό τούς Ἑβραίους, γιατί στήν ἀρχή σύχναζαν στό Ναό τῶν Ἑβραίων.
Ὁ Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καί μάρτυς, γράφει στόν Αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο τόν εὐσεβῆ (138-161μΧ.) τά ἑξῆς:« Κατά δέ τήν ἡμέραν τήν λεγομένην τοῦ ἡλίου (τήν Κυριακή), γίνεται συνέλευσις εἰς τό αὐτό μέρος ὅλων τῶν πιστῶν, εἴτε εἰς πόλεις εἴτε εἰς τήν ὑπαιθρον κατοικούντων καί ἀναγινώσκονται τά ὑπομνήματα τῶν ἀποστόλων ἤ τά συγγράμματα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐπιτρέπει ὁ χρόνος, ἐπειτα ἀφοῦ παύση ὁ ἀναγνώστης, ὁ προεστώς νουθετεῖ διά λόγου καί προσκαλεῖ εἰς μίμησιν τῶν καλῶν τούτων… Προσφέρεται ἄρτος καί οἶνος καί μετά ὅλοι μεταλαμβάνουν ἀπό τά καθηγιασθέντα καί εὐχαριστοῦν τόν Θεό».(1η Ἀπολογία).
Αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς μαρτυρίες γιά τήν ἀντικατάσταση τοῦ Σαββάτου μέ τήν Κυριακή, μαρτυρία πού δείχνει τήν πρώϊμη ἀντικατάσταση τοῦ Σαββάτου μέ τήν Κυριακή.
6.ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΊΑ
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στόν τρῖτο λόγο του στην πρός Ἑφεσίους ἐπιστολή τοῦ Παύλου, καυστηριάζει τήν συμπεριφορά ἐκείνων τῶν χριστιανῶν πού προσέρχονται χωρίς προετοιμασία καί προχειρότητα γιά νά ἐκκλησιασθοῦν, καί δέν κοινωνοῦν γιά νά πάρουν μέσα τους τή ζωή καί τήν ἀθανασία. Σ’ αὐτούς ὑποδεικνύει τόν κίνδυνο πού προέρχεται ἀπό τή στάση αὐτῶν τῶν χριστιανῶν. Ἄς παρακολουθήσουμε τά λεγόμενα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
Λαμβάνει σάν παράδειγμα τό σῶμα καί λέγει∙«...Ὅταν τό σῶμα δέν λαμβάνη τροφήν, ὄταν οἰ πόροι του ἀποκλεισθοῦν, τότε νεκροῦται∙ ὅταν κλεισθοῦν οἰ ἀγωγοί καταστρέφεται. Ἔτσι καί ἐμεῖς, ὅταν ἀποφράξωμεν τήν ἀκοήν εἰς ὅσα ὠφελοῦν, καταστρέφεται ἡ ψυχή μας∙ ὅταν δέν λαμβάνωμεν πνευματικήν τροφήν, ὅταν ὡρισμέναι πονηρίαι διεφθαρμένων ἀντί διά ζωογόνους χυμούς μᾶς μολύνουν, ὅλα αὐτά γεννοῦν τήν νόσον, νόσον φοβεράν, ἡ ὁποία ἀπεργάζεται σῆψιν∙ καί θά χρειασθῆ ἐκεῖνο τό πῦρ, θά χρειασθεῖ νά χωρισθῆ εἰς τά δύο. Διότι δέν ἀνέχεται ὁ Χριστός νά εἰσέλθη εἰς τόν νυμφῶνα μέ τέτοιο σῶμα. Ἐάν ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶχε ρυπαρά ἐνδύματα ἀπεμάκρυνε καί ἐξέβαλε ἀπό τόν νυμφῶνα, τί δέν θά κάνει εἰς ἐκεῖνον ὁ ὀποῖος μολύνει τό σῶμα; Τί δέν θά τοῦ ἐπιβάλη;»
Πρέπει λοιπόν κάθε χριστιανός πού θέλει νά συμμετέχει στή Θεία Λατρεία, πρίν εἰσέλθει, νά ἔχει καθαρό τό σῶμα καί τή ψυχή, νά ἔχει θεραπεύσει τίς πληγές πού τοῦ προκάλεσε ἡ ἁμαρτία, μέ τήν ἐξομολόγησή του∙ ἄν εἰσέλθει καί παρακολουθεῖ τή Θεία Λειτουργία μέ ἔνοχη ψυχή καί σῶμα θά ὑποστεῖ τρομερές συνέπειες[9].
7.ΚΥΡΙΏΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Ὅπως ἔχουμε δεῖ πιό πάνω, ἡ ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ∙ καί γιά νά κρατηθεῖ στή ζωή κάθε ζωντανό σῶμα ἤ ὀργανισμός χρειάζεται τήν ἀπαραίτητη διατροφή, ἀλλά καί φροντίδα. Ἔτσι καί ἡ ἐκκλησία χρειάζεται τροφή, φροντίδα καί τήν ἀνάλογη περιποίηση. Γι’ αὐτά βέβαια φρόντισε ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέ δύο κινήσεις. 1) Ἐφοδίασε τήν ἐκκλησία μέ τά ἀπαραίτητα φάρμακα, εὐθύς μετά τήν ἀνάστασή Του, γιά νά θεραπεύει τίς πληγές τῶν μελῶν της. Τά φάρμακα αὐτά εἶναι τά διάφορα Μυστήρια πού τελοῦνται στήν ἐκκλησία, καί 2) γιά τή διατροφή καί τήν ἀνάπτυξή της, ἔδωσε τό ἴδιό του τό σῶμα, τό ὁποῖο προσφέρεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία.
Ἔτσι ὁ κυριώτερος σκοπός πού συνάγεται κάθε Κυριακή στό ναό, ἡ ἐκκλησία, εἶναι νά μετάσχει στό Μυστικό Δεῖπνο, στή Θεία Κοινωνία, γιά νά τραφεῖ, νά ζήσει καί νά προοδεύσει πνευματικά κάθε μέλος τοῦ σώματος. Αὐτή ἡ συμμετοχή στήν τράπεζα τοῦ Κυρίου, ὅταν γίνεται σωστά καί μέ ἐπίγνωση, καθαρίζει τόν χριστιανό, τόν φωτίζει, τόν ἁγιάζει καί τόν καθιστᾶ ναό τοῦ Θεοῦ καί μέτοχο τῆς θεώσεως.
Γιά τήν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς συμμετοχῆς βεβαιωνόμαστε ἄν ρίξουμε μιά ματιά στούς λόγους τοῦ Κυρίου, στά εὐαγγέλια..
Ὄταν ἀκόμα ζοῦσε ὁ Κύριος ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς...ἐάν κανείς φάγη ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτον, θά ζῆ αἰωνίως»( Ἰωάν. Στ΄ 48-51) Καί λίγες μέρες πρίν τή σταύρωσή Του, παρέδωσε καί ἐθεσμοθέτησε τό αἰώνιο Δεῖπνο, ἔδειξε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γινόταν στό μέλλο τό θεῖο Δεῖπνο γιά να τρέφονται οἱ πιστοί.( Ματθ. κστ΄ 26-28) Ὁ Ἴδιος πάλιν λέγει: «Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέγω, ἐάν δέν φάγετε τή σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα του, δέν θά ἔχετε ζωή μέσα σας» Ἀκόμα αὐτός πού μεταλαμβάνει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ἑνώνεται μαζί Του. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Στ΄ 54).
Ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου ὅτι παρέλαβε τό μυστήριο τῆς Θεία Μεταλήψεως ἀπό τόν Κύριο καί τό παρέδωκε σ’ αὐτούς, καί πρέπει νά συμμετέχουν σωστά, γιατί ἔτσι διακυρήττουν τό θάνατο τοῦ Κυρίου μέχρι πού ξαναέλθει στόν κόσμο. (α΄Κορινθ. Ια¨23-26)
Ἔτσι λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ κυριώτερος σκοπός πού ἡ ἐκκλησία συνάγεται μέσα στό ναό εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθανασία καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπόν εἶναι ἡ τράπεζα πού ἑτοιμάζεται γιά νά θρέψει τή ψυχή μέ τροφή ἀθανασίας καί αιώνιας ζωῆς. Δυστυχῶς ὅμως οἱ χριστιανοί δέν ἀνταποκρίνονται, δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό δεῖπνο τοῦ Κυρίου καί ζημιώνονται ἀφάνταστα.
Ἐνῶ κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, και ἐξομολόγοι προτρέπουν κάθε χριστιανό νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, και να ἐξομολογεῖται και να κοινωνᾶ, ἐλάχιστους χριστιανούς βλέπουμε να προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά ὅλους τους βλέπουμε να παρακολουθοῦν τη Θεία Λειτουργία, πρᾶγμα πού κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι ἄτοπο και ζημιογόνο, ἐάν παρακολουθοῦν τη Θεία Λειτουργία καί δέ συμμετέχουν στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, χωρίς να διαφωτίζει κανείς αὐτούς τούς χριστιανούς, ἀλλ’ οὔτε και να τους καθοδηγήσει πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν για να εἶναι σίγουρα στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπικρατεῖ μιά ἄγνοια καί ἀκαταστασία μεταξύ των χριστιανῶν καί θά ἔπρεπε ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά διαφωτίσει τούς χριστιανούς.
Ἔχουμε σήμερα ἐνώπιόν μας δύο θέματα∙ α) ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία καί στή Θεία Μετάληψη. Καί β) ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά όχι στή Θεία Μετάληψη.
Καί τά δύο θέματα πού προβάλαμε πιό πάνω, ἀφοροῦν τούς ἰδίους χριστιανούς· ἐξομολογοῦνται καί προσέρχονται ἄξια στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά μερικές φορές το χρόνο. Οἱ ἴδιοι χριστιανοί, ἀλλά καί μερικοί ἄλλοι προσέρχονται στή Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή ἤ γιορτή καί δέ συμμετέχουν στή Θεία Τράπεζα τοῦ Κυρίου, καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο πρόβλημα κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο.
Στή συνέχεια θά παραθέσω ἀποσπάσματα ἀπό τό λόγο ἁγίου πατρός γιά να βγάλουμε τά ἀναγκαία συμπεράσματα. Λέγει λοιπόν ὁ ἱερός πατέρας: «Πολούς βλέπω νά μεταλαμβάνουν από τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, καί μᾶλλον ἀπό συνήθειαν καί ὑποχρέωσιν, παρά ἀπό στοχασμόν καί γνῶσιν. Ὅταν ἔλθῃ, λέγει, ὀ καιρός τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἤ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὅπως κι ἄν εἶναι κανείς, μετέχει τῶν μυστηρίων. Κι ὅμως καιρός γιά νά προσέλθης δέν εἶναι τά Θεοφάνεια, οὔτε ἡ τεσσαρακοστή, ἀλλ’ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. ὅταν ἔχεις αὐτήν, πάντοτε νά προσέρχεσαι, χωρίς αὐτήν ποτέ. «Διότι κάθε φοράν πού τρώγετε τόν ἄρτον τοῦτον καί πίνετε ἀπό τό ποτήριο τοῦτο, διακηρύσσετε τόν θάνατον τοῦ Κυρίου ἕως ὅτου ἔλθει». Δηλαδή κάμνετε ὑπόμνησιν τῆς σωτηρίας πού ἐδόθη εἰς ἐσᾶς, τῆς ἰδικῆς μου εὐεργεσίας. Σκέψου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετεῖχον εἰς τήν θυσίαν εἰς τήν παλαιάν ἐκκλησίαν, μέ πόση φειδώ προσήρχοντο∙ τί δέ ἔκαμνον; Τί παρέλειπον; Πάντοτε ἐκαθαρίζοντο. Ἐνῶ ἐσύ προσερχόμενος εἰς θυσίαν, τήν ὁποίαν καί οἱ ἄγγελοι φρίττουν, θεωρεῖς ὄτι τό πρᾶγμα ἐξαρτᾶται ἀπό τάς χρονικάς περιόδους;
Γι’ αὐτούς πού παρευρίσκονται στή Θεία Λειτουργία καί δέ μεταλαμβάνουν λέγει∙ «Ὤ τί συνήθεια, ὤ τί πρόληψις! Εἰς μάτην γίνεται θυσία καθημερινῶς, εἰς μάτην παριστάμεθα εἰς τό θυσιαστήριον, διότι κανείς δέν μετέχει.»
Γι’ αὐτούς πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν λέγει∙ «Λέγω αὐτά, ὄχι νά μετέχετε ὄπως τύχη, ἀλλά διά νά προετοιμάζετε τούς ἑαυτούς σας, ὥστε νά γίνεσθε ἄξιοι. Δέν εἶσαι ἄξιος τῆς θυσίας, οὔτε τῆς μεταλήψεως. Λοιπόν δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε εἰς τάς εὐχάς τῆς μεταλήψεως νά παρίστασαι .Ἀκοῦς τόν ἱερέα νά ἵσταται καί νά λέγει...νά ἀπέλθετε ὅσοι δέν ἠμπορεῖτε νά προσφέρετε δέησιν, σύ ἵστασαι μέ θρασύτητα; Δέν εἶσαι ὅμως ἀπό τούς μετανοοῡντας, ἀλλά δύνασαι νά μετάσχης, καί δέν φροντίζεις καθόλου, θεωρεῖς τό πρᾶγμα ὡς ἀσήμαντο; Πρόσεχε σέ παρακαλῶ∙ ἑτοιμάζεται τράπεζα βασιλική, ὑπηρετοῦν εἰς τήν τράπεζαν ἄγγελοι, παρευρίσκεται αὐτός ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, καί σύ ἵστασαι καί χασμουριέσαι... ἔρχεται (ὁ Κύριος) κάθε φορά διά νά ἴδη ὅσους μετέχουν, συνομιλεῖ μέ ὅλους∙ καί τώρα εἰς τήν συνείδησιν θά εἴπη, φίλοι, πῶς εὑρέθητε ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχετε ἔνδυμα γάμου; Δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες εἰς τήν τράπεζαν; ἀλλά πρίν καθίση, λέγει εἰς αὐτόν ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί νά εἰσέλθῃ ἀκόμη. Διότι δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες, ἀλλά, διατί εἰσῆλθες; (Δές τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων).(Ματθ. Κβ΄2-14)
Στή συνέχεια ἀπευθυνόμενος σέ ἐκείνους πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν, λέγει: «Αὐτά καί τώρα λέγει πρός ὅλους ἐμᾶς, οἰ ὁποῖοι μέ ἀναισχυντίαν καί μέ θράσος ἱστάμεθα ἐδῶ. Διότι ὅποιος δέν μετέχει εἰς τά μυστήρια, εἶναι ἀναίσχυντος καί θρασύς ὅταν ἵσταται εἰς τό ναόν. Διά τοῦτο ἐκβάλλονται ἀπό τό ναόν ὅσοι εὑρίσκονται εἰς κατάστασιν ἁμαρτωλότητος... Εἰπέ μου, ἐάν κάποιος προσκεκλημένος εἰ τήν τράπεζαν, ἀφοῦ νίψη τάς χεῖρας καί καθίσῃ καί ἑτοιμασθῇ διά τό φαγητό, ὕστερον ὅμως δέν μετέχει, δέν προσβάλλει ἐκεῖνον ὀ ὀποῖος τόν ἐκάλεσε; Δέν ἦτο καλύτερον αὐτός νά μή ἔλθῃ; Ἔτσι λοιπόν καί σύ ἦλθες, ἔψαλλες τόν ὔμνο μαζί μέ ὅλους, ὡμολόγησες ὅτι εἶσαι ἄξιος καθ’ ὅσον δέν ἔφυγες μαζί μέ τούς ἀναξίους∙ πῶς ἔμεινες καί δέν μετέχεις εἰς τήν τράπεζαν;...»
Συνεχίζοντας προτρέπει ὅσους δέν θά μεταλάβουν νά μήν μείνουν στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου∙ «ὄταν ὄμως παρευρίσκεσαι (στό ναό) κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου, φύγε ἔξω∙ διότι δέν ἐπιτρέπεται εἰς σέ νά παραμένης περισσότερον ἀπ’ ὅσον ἕνας κατηχούμενος.»
(Ἀπό τόν τρῖτο λόγο τοῦ Ιωάννου του Χρυσοστόμου στήν προς Ἐφεσίους ἐπιστολήν)
Πιό εἶναι λοιπόν τό συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀναφέρει ὁ ἅγιός μας; Σίγουρα τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν γίνεται νά παρακολουθεῖ κάποιος τή Θεία Λειτουργία χωρίς νά εἶναι ἄξιος νά κοινωνήσει.
Ἐδῶ ὄμως προκύπτει ἀμέσως τό ἐρώτημα∙ Τί πρέπει νά γίνει; Νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε ἀφοῦ δέ θά μεταλάβουμε; Στό ἐρώτημα αὐτό ἡ ἀπἀντηση εἶναι: Νά φροντίζουμε νά καθαριζόμαστε καί νά ἐκκλησιαζόμαστε καί νά μετέχουμε τῆς τράπεζας τοῦ Κυρίου ἀξίως, ὅπως γινότανε στήν ἀρχαία ἐκκλησία∙ ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό τήν πολύχρονη ἐξομολογητική πεῖρα, διαπίστωσα ὅτι ἠ κατάσταση μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἄν ὄλοι οἱ ἐξομολόγοι ἀναλάβουν μιά συνεχεῖ προσπάθεια νά διαφωτίσουν τούς χριστιανούς ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά ἀμαρτήματα πού ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη καί ποιά εἶναι ἐκεῖνα πού δέν ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη.
Ἁμαρτήματα θανάσιμα πού ἐμποδίζουν τήν θεία Μετάληψη εἶναι: Φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία, θυμός καί ἀμέλεια.Τά μεγάλα αὐτά ἁμαρτήματα οἰ περισσότεροι χριστιανοί τά ἐξομολογήθηκαν καί καθαρίστηκαν καί δέν τά ἐπαναλαμβάνουν.
Μένουν λοιπόν τά ἁμαρτήματα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, τά ὁποία εἶναι μέν ἁμαρτήματα, πληγές, ἀλλά δέν προκαλοῦν θάνατο ἐπειδή εὔκολα θραπεύονται μέ τήν ἐξομολόγηση. Εἶναι οἰ ἀδυναμίες τῆς τρεπτῆς μας φύσεως, οἱ ὁποῖες δύσκολα ἀποφεύγονται καί αὐτό τό γνωρίζει ὀ Κύριος. Ὅσο καί ἄν προσέξουμε ἡ ἀδύναμη καί τρεπτή μας φύση θά μᾶς παρασύρει καί κάπου θά γλυστρήσουμε.
Αὐτό τό ἐπισημαίνει καί ἡ Γραφή∙ ὀ Ἰώβ ἔλεγε: «κανένας (ἄνθρωπος) δέν εἶναι καθαρός ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ἰώβ 3.2). Ὁ σοφός Σολομών: «Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμαρτήσει» (Γ΄ Βασιλ. 8.16) κλπ.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7, 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατα-νόηση.
«Ἄλλ’ ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τίνας. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος ‘Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει. ‘Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἵερον Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἤμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. ‘Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τή τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, καν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἔχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὖτος ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὀλας τάς ἔντολας, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἄχρειοι ἔσμεν ὅτι ὁ ὤφειλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
«Ὀσω γάρ γίνεται τίνας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας τοῦ τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τή παρούση ζωή, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ’ ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὖτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἡ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἡ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν».
Ὑπάρχουν σίγουρα καί ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὀποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α΄. Ἰωάν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.
…καί ὅ ἅγιος Ἀναστάσιος ὅ Ἀντιοχείας- «εἴσι γάρ τινές διά χρόνου μεταλαμβάνοντες, ἔκδίδουσιν ἑαυτούς τή ἁμαρτία ... Ἄλλοι δέ πάλιν συχνοτέρως μεταλαμβάνοντες, παραφυλάττουσιν ἑαυτούς πολλάκις ἀπό πολλῶν κακῶν, φοβούμενοι τό κρίμα τῆς μεταλήψεως. Οκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινά καί εὔσυγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δί’ ἄκοῆς δί’ ὄφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοϋ, ἡ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἤ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται».
Νομίζω ὅτι ἔχει ξεκαθαρίσει τό θέμα καί φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο λοιπόν πού λείπει εἶναι ἡ προσπάθεια διαφώτισης τῶν χριστιανῶν γιά να βοηθηθοῦν νά καταλάβουν τήν πραγματηκότητα καί νά μήν ἔχουν ἀόριστες ἐνοχές καί νά στεροῦνται τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί νά ἁμαρτάνουν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Ἀρκετοί ἀπό τούς χριστιανούς πού ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση γιά πολλά χρόνια, λένε∙ «δέν ἔχω κάτι πού μέ βαρύνει, ἔχω τά καθημερινά». Δηλαδή τίς καθημερινές σχέσεις μέ τήν οἰκογένειά του καί μέ τίς σχέσεις του μέ τούς συναδέλφους του στήν ἐργασία καί μέ τήν κοινωνία γενικά. Ὅπως ἕνας λόγος παραπάνω, ἕνας θυμός, ἕνας ἁμαρτωλός λογισμός πού πέρασε, μιά συζήτηση, ἤ ἕνα κουτσομπολιό τῆς ὥρας. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὄτι γνωρίζει ὀ Θεός τήν ἀδυναμία μας καί τήν εὔκολη μεταβολή μας καί εὔκολα μᾶς καθαρίζει ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε αὐτά. Αὐτό βγαίνει μέσα ἀπό ὅσα λέχθηκαν πιό πάνω.
Ἄς ἀρχίσει λοιπόν μιά πραγματική καί συνεχής προσπάθεια ἀπό τούς ἐξομολόγους, νά διαφωτίσουν πλήρως τούς χριστιανούς, νά ὁδηγηθοῦν στή συχνή θεία Μετάληψη. Γιατί ὅταν κάποιος θά κοινωνᾶ συχνά, θά προσέχει περισσότερο τή διαγωγή του καί σίγουρα θά προοδεύει μνευματικά ἔστω κι’ ἄν κάποτε πέφτει σέ κάποιο συγνωστό ἁμάρτημα, τό αἷμα τοῦ Κυρίου θά τόν καθαρίζει πάντοτε, ὅπως σημειώνει πιό πάνω καί ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Εἶμαι βέβαιος ὁτι τό θέμα τῆς προετοιμασίας δέν εἶναι τόσο πολύ δύσκολο όσο τό παρουσιάζουμε∙ ἄν τό ἀποφασίσει ὁ χριστιανός, ὁ χριστιανός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί θέλει νά εἰσέλθει στή βασιλεία Του. Δύσκολο τό κάνει τό δικό μας θέλημα καί οἱ μικρές μας ἀδυναμίες πού τίς ἐκμεταλεύεται ὁ σατανᾶς καί μᾶς παρασύρει στό θέλημά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό καί ποθεῖ τόν Παράδεισο, ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε γίνονται εὔκολα τά πράγματα ἐπειδή βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Ὁ χριστιανός σέ κάθε περίπτωση πού νομίζει ὄτι θά ἁμαρτήσει, ἄς θυμᾶται ἐκεῖνο πού εἶπεν ὀ Πάγκαλλος Ἰωσήφ ὁταν τόν προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία: «Δέν πρόκειται νά κάνω τό πονηρό τοῦτο πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» Ἄς συναισθανόμαστε ὅτι βρικόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ Κυρίου, καί μέ τή βοήθειά του θά μποροῦμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά μεταλαμβάνουμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα Του.
Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλοί χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται καί δέν ἐξομολογοῦνται εἴτε τούς ἐμποδίζει ὀ ἐγωϊσμός τους καί ἡ ἄγνοιά τους ἀκόμα, καί κοινωνοῦν μερικές φορές τίς μεγάλες γιορτές καί τοῦτο εἰ κατάκριμά τους. Γι’ αὐτούς θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ μεγάλη ἐκστρατεία συνεχοῦς διαφώτισης καί νά μήν περιοριζόμαστε στίς συνήθεις παροτρύνσεις πού γίνονται πρόχειρα καί προσωρινά με μηδαμινά ἀποτελέσματα. Μόνο μιά δυναμική ἐπέμβαση πάνω σέ σωστή καί ὠργανωμένη βάση, μέ προφορικό καί ἔντυπο λόγο καί τήν ὁποία θά συντονίζει ἡ κάθε Μητρόπολη, στήν ὁποία θά στρατευθοῦν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἴσως θά φέρει τά ποθούμενα ἀποτελέσματα γιά νά βλέπουμε τούς χριστιανούς μας νά μετέχουν στό σωστικό Μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως.
Αὐτά γιά τή συμμετοχή στή Θεία Κοινωνία.
Μιά ἀκόμα ἀταξία θά ἀναφερθοῦμε στή συνέχεια, πού ἀφορᾶ τή συμπεριφορά μέσα στό ναό, συμπεριφορά τήν ὀπία πρέπει νά διορθώσουμε γιά τήν εὐταξία μέσα στό ναό τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θείας Λειτουργίας.
8. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΝΤΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΌΜΕΝΟΙ
Ἄν πείσθηκες ὅτι ἔχεις πνευματικό συμφέρο καί πρέπει νά ἐκκλησιάζεσαι, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, θά πρέπει νά γνωρίζεις καί πῶς θά συμπεριφέρεσαι μέσα στό Ναό. Ὁ ἀπόστολος λέγει, « Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» [10] Δηλαδή οἱ χριστιανοί πρέπει νά εἶναι ἄνθρωποι τῆς τάξεως καί τῆς εὐπρέπειας καί ὄχι ἄνθρωποι ἀκαταστασίας καί θορύβου, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σέ μερικούς Ναούς μας κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας.
Συνήθειες πού προκαλοῦν τό θόρυβο καί τήν ἀκαταστασία, καί πρέπει νά ἀποφεύγονται εἶναι οἱ ἑξῆς:
Α) Οἱ ἄσκοπες κινήσεις, οἱ ὁμιλίες μεταξύ τῶν ἐκκλησιαζομένων, ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων σέ ἀκατάλληλη στιγμή, οἱ ὁμιλίες μέ τό διπλανό, ἀκόμα καί μιά καλή πράξη, τό ἄναμμα κεριῶν ὅταν διαβάζονται τά Εὐαγγέλια, γίνονται ὅλα αὐτά αἰτία θορύβου καί ἀταξίας.
Β)Γιά ἀποφύγουμε τό θόρυβο καί τήν ἀταξία μέσα στήν ἐκκλησία μας, θά συμβουλεύαμε τό χριστιανό τά ἀκόλουθα: Μπαίνοντας στό Ναό, ὁ χριστιανός, ἄν διαβάζεται τήν ὥρα ἐκείνη ὁ «Ἐξάψαλμος» θά σταθεῖ ἀκίνητος καί μόλις τελειώσει τό διάβασμα θά προχωρήσει νά ἀνάψει τό κερί του καί νά προσκυνήσει τίς εἰκόνες. Αὐτό ἐπιτρέπεται μέχρι τήν ὥρα πού θά ἀρχίσει ἡ μεγάλη Δοξολογία. Ἀπό τήν ὥρα ὅμως πού ἄρχισε νά ψάλλεται ἡ δοξολογία καί μπρός, ὅταν μπεῖ στό ναό θά ἀνάψει μέ προσοχή τό κερί του, θά προσκυνήσει τήν εἰκόνα στό προσκυνητάρι καί μέ προσοχή, χωρίς θόρυβο θά βρεῖ κάποιο τόπο νά παραμείνει καί μέ κατάνυξη νά παρακολουθεῖ μέχρι τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Χωρίς κουβέντα μέ τό διπλανό πού συνήθως γίνεται καί δέν προσέχουν οἱ ἄνθρωποι στά τελούμενα. Θά ἦταν καλό καί ὠφέλιμο νά κρατοῦν οἱ χριστιανοί ἕνα ἐγκόλπιο τῆς Θείας Λεοτουργίας καί νά παρακολουθοῦν γιά νά μήν ἀποσπᾶται ἡ προσοχή τους
Γ) Κάτι ἄλλο πού πρέπει νά ἀποφεύγεται εἶναι ἡ συνήθεια μερικῶν, ὅταν θά τούς καλέσει ὁ λειτουργός νά κοινωνήσουν τρέχουν καί σκουντοῦν γιά νά προσκυνήσουν καί δημιουργοῦν μεγάλο θορυβο. Ἐκείνη τή στιγμή, ἔχεις ἀδελφέ μου μπροστά σου τό Βασιλέα τοῦ κόσμου καί τρέχεις νά προσκυνήσεις τούς δούλους Του; Εἶναι τελείως ἀχρείαστο αὐτό καί δέν πρέπει νά γίνεται. Ἀφοῦ καί μιά ὑπόκληση εἶναι προσκύνηση. Ἀλλά καί τό σκούντημα τήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι μεγάλη ἀσέβεια. Τήν ὥρα ἐκείνη ἄν εἴμαστε σωστοί χριστιανοί καί ἀδελφοί ἐν Χριστῷ θά δίναμε προτερεότητα στούς ἄλλους καί ὄχι νά βιαζόμαστε καί νά δημιουργοῦμε θόρυβο.
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἔχει στό νοῦ του κάθε ἐκκλησιαζόμενος εἶναι: Νά ἀφήνει ἐκτός τοῦ ναοῦ τίς ἐργασίες του τίς μέριμνές του καί ὅλα ὅσα τόν ἐμποδίζουν νά προσυλωθεῖ στά τελούμενα μέσα στό ναό, γιά νά μπορέσει νά ἔχει πραγματική ἐπικοινωνία μέ τό Θεό.
Θά πρέπει ἀκόμα νά τονίσουμε ὅτι ὁ χριστιανός πρέπει ἀπό τό βράδυ τῆς προηγούμενης μέρας θά πρέπει νά προετοιμάζεται γιά τήν ἐκκλησία. Νά κοιμᾶται ἐνωρίς νά ἀπόφεύγει ἐξόδους καί θεάματα πού τόν ἀποπροσανατολίζουν, νά κάνει πιό πολλή προσευχή καί ἄν θά κοινωνήσει νά διαβάζει καί τήν «Ἀκολουθία τῆς Θείας Μετάληψης»
********
Δ).Ἕνα ἄλλο πρόβλημα πού χαλᾶ τήν τάξη στή ἐκκλησία, εἶναι πού δέν γνωρίζουν οἱ χριστιανοί πότε θά κάθονται καί πότε θά στέκονται, καί ἄλλοι κάθονται τήν ὥρα πού πρέπει νά στέκονται καί ἄλλοι στέκονται τήν ὥρα πού πρέπει νά κάθονται.
Γιά νά ἐπικρατήσει ὁμοιομορφία καί τάξη στην ἐκκλησία μας, θά ὑποδείξουμε σέ ποιά μέρη τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θείας Λειτουργίας μποροῦμε νά καθόμαστε καί πότε μποροῦμε νά στεκόμαστε.
α) Κατά τή διάρκεια τοῦ ῎Ορθρου
1) Δέν καθόμαστε στή διάρκεια πού διαβάζεται «ὁ Ἑξάψαλμος».
2) Δέν καθόμαστε ὅταν διαβάζεται τό «῾Εωθινό Εὐαγγέλιο».
3) Δέν καθόμαστε ὅταν ψάλλονται οἱ « Καταβασίες» καί ἡ« Ἑνάτη ᾿Ωδή » (Τήν Τιμιωτέραν).
4) Δέν καθόμαστε ὅτα ψάλλεται ἡ «Δοξολογία ».
β) Κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.
Μετά τή δοξολογική ἐκφώνηση, « Εὐλογημένη ἡ βασιλεία..», καί ὅταν ὁ ἱερέας ἤ ὁ διάκονος ἀρχίσει τά «Εἰρηνικά» (᾿Εν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν) μποροῦμε νά καθίσουμε, καί θά σηκωθοῦμε ὅταν ἀρχίσουν οἱ ψάλτες νά ψάλουν τά «᾿Αντίφωνα»-(Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου...) Καί τό «Σῶσον ἡμᾶς Υἱέ Θεοῦ..» (Ἐδῶ θά ἤθελα νά κάμω μιά παρένθεση, γιατί προβλήθηκε ὁ ἰσχυρισμός ὅτι στήν ἀρχαία ἐκκλησία, τἠν ώρα αὐτή, τό ἐκκλησίασμα καθόταν, ἀγνοοῦν ὅμως τότε τή στιγμή ἐκείνη, ψάλλονταν ὄχι «ταῖς πρεσβεῖαις», καί «τό Σῶσον ὑμᾶς», ἀλλά ψάλλονταν τά «Τυπικά» ψαλμοί τοῦ Δαυΐδ, καί μποροῦσαν νά κάθονται. Τώρα ὅμως ἔχουμε ἱκεσία πρός τον Κύριο γιά σωτηρία καί νομίζω θά ἦταν ἄτοπο τό κάθισμα.)
Θά μείνουμε ὄρθιοι μέχρι πού θά γίνει καί ἡ «Μικρή Εἴσοδος». Μετά τή «Μικρή Εἴσοδο» καθόμαστε μέχρι πού νά ἀρχίσουν οἱ ψάλτες νά ψάλλουν τόν « Τρισάγιον ῞Υμνον», τό (῞Αγιος ὁ Θεός). ῞Οταν ἀρχίσει νά διαβάζεται τό ἀποστολικόν ἀνάγνωσμα, τότε καθόμαστε, γιά νά σηκωθοῦμεν ὅταν θά διαβαστεῖ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας. Μετά τό Εὐαγγέλιο, ὁ διάκονος ἤ ὁ ἱερέας λέγουν τήν«᾿Εκτενῆ Δέηση», καί τότε μποροῦμε νά καθίσουμε μέχρι πού νά τελειώσει ἡ δέηση καί θά ἐκφωνήσει ὁ λειτουργός, τήν ἐκφώνηση, (῞Οτι ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις...) ᾿Απ᾿ ἐδῶ καί μπρός σηκωνόμαστε καί παρακολουθοῦμε μέ κατάνυξη τίς εὐχές πού διαβάζει ὁ ἱερέας, προετιμαζόμενος γιά τήν τέλεση τῆς ἀναίμακτης Θυσίας. Μένομεν ὄρθιοι καί κατά τή διάρκεια τοῦ « Χερουβικοῦ ῾Υμνου» καί πρέπει νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι σωστό νά καθόμαστε τήν ὥρα πού οἱ ψάλτες ψάλλουν «οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες», ἐπειδή τά «Χερουβίμ»᾿ ὄρθια καί μέ φόβο καί τρόμο λατρεύουν τό Θεό· Πῶς ἐμεῖς καθόμαστε ἀφοῦ εἰκονίζομεν τά Χερουβίμ;
Θά μείνομεν ὄρθιοι, ἀλλά ὑποκλεινόμενοι μέχρι πού θά τελειώσει ἡ «Μεγάλη εἴσοδος» καί ὅταν οἱ λειτουργοί εἰσέλθουν στό ῾Ιερό Βῆμα καί τοποθετήσουν τά «Τίμια Δῶρα» πάνω στήν ῾Αγίαν Τράπεζαν καί ἀρχίσουν νά λέγουν τήν « ᾿Εκτενῆ δέηση» τότε μποροῦμε νά καθίσομε μέχρι τήν ἐκφώνηση «Διά τῶν οἰκτιρμῶν..» ᾿Από τή στιγμή αὐτή μένομεν ὄρθιοι καί παρακολουθοῦμε μέ κατάνυξη καί προσοχή τήν προετοιμασία καί τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. ῎Ετσι στεκόμενοι τήν ὥρα τοῦ « ᾿Εξαιρέτως» μνημονεύομεν καί παρακαλοῦμεν γιά ὅσους θυμόμαστε, ζωντανούς καί κεκοιμημένους. ᾿Από τή στιγμή αὐτή καί μπρός πρέπει νά στεκόμαστε γιατί εἶναι παρών, μπροστά μας, ὁλόσωμος ὁ Χριστός περιμένοντας ὅλους ἑμᾶς νά τόν μεταλάβομε γιά νά μᾶς ἁγιάσει, νά μᾶς θεώσει. Αὐτή τήν περίοδο γίνεται ἡ προετοιμασία, μέ προσευχή, τόσο τοῦ ἱερέα ὅσο καί τῶν πιστῶν πού θά κοινωνήσουν. Πρέπει νά εἴμαστε ὄρθιοι καί κατά τή διάρκεια τῆς Θείας μετάληψης ἀπό τούς πιστούς. Εἶναι ἀσέβεια νά εἶναι ὁ Χριστός ἐνώπιόν μας, νά προσφέρεται γιά τή σωτηρία τοῦ κάθενός μας καί ἐμεῖς νά κάθόμαστε.
῎Αν αὐτές οἱ σύντομες ὑποδείξεις ἄν ἐφαρμοστοῦν, σίγουρα θά ὑπάρχει ὁμοιομορφία στίς ἀκολουθίες μας.
Θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἐξαιροῦνται ὅσοι γιά διάφορους σοβαρούς λόγους δέ μποροῦν νά σταθοῦν τόση ὥρα, ἄς σταθοῦν ὅσο μποροῦν αὐτοί.
9.Ἡ ἀποχώρηση ἀπό τό Ναό
Καί τό θέμα αὐτό εἶναι μιά κακή βλαβερή συνήθεια. Βλέπεις μερικούς νά ἀποχωροῦν ἀπό τήν ἐκκλησία, τήν ὥρα τοῦ «Κοινωνικοῦ» καί ἀλλοι ὅταν κοινωνήσουν. Αὐτό δείχνει ἀσέβεια, ἀμέλεια καί προσβολή πρός τόν Χριστό μας πού τόσα ἀγαθά μᾶς παρέχει. Δέν μπορεῖ κανείς νά φύγει ἀπό τήν ἐκκλησία ἄν δέ ἐκφωνήσει ὁ λειτουργός τό «Ἐν εἰρήνη προέλθωμεν» καί τό «Δι’εὐχῶν…» Ὅταν σέ καλέσει ὁ Δήμαρχος ἠ ἄλλος ἄρχοντας τῆς πολιτείας μήπως φεύγεις πρίν νά σοῦ δώσει τήν ἄδεια, «μπορεῖς νά πηγαίνεις;» ἀσφαλῶς δέν ἀποχωρεῖς μήπως τόν προσβάλεις. Ἔ, Τότε γιατί φεύγεις ὅταν βρίσκεσαι ἐνώπιον, ὄχι ἄρχοντα, ἀλλά αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι δική σου.
10.Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις
Σάν ἕνα μικρό ἔνθετο θά προσθέσουμε ἐδῶ καί τίς προφάσεις, καί θά ἀπαντήσουμε σέ μερικούς πού προφασίζονται διάφορες αἰτίες γιά νά δικαιολογήσουν τήν ἀπουσία τους ἀπό τήν ἐκκλησία.
Ἐπειδή προβάλλονται δικαιολογίες σάν ἐμπόδια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, θά ἦταν παράλειψη νομίζω νά μήν ἀνασκευάζαμε αὐτές τίς «προφάσεις ἐν ἁμαρτίες».
α) Σάν πρώτη δικαιολογία προβάλλουν κάποιοι:« Εἶμαι φτωχός καί πρέπει νά δουλέψω νά ζήσω τά παιδιά μου καί γιατοῦτο δέν ἔχω χρόνο νά ἐκκλησιαστῶ». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, φαίνεται ὅτι ἀγνοοῦν μιά μεγάλη ἀλήθεια καί πάσχουν ἀπό ὁλιγοπιστία στή θεία Πρόνοια. Εἶσαι τόσο σίγουρος ἀδελφέ μου ὅτι μέ τί δική σου δύναμη καί προσπάθεια θά τά οἰκονομήσεις ὅπως θέλεις; Δέν γνωρίζεις πόσο ἀδύνατο πλᾶσμα εἶσαι, ἀφοῦ καί μιά μικρή γρίππη μπορεῖ νά σέ καθηλώσει στό κρεββάτι γιά πολλές μέρες; Γιατί ἀπιστεῖς καί ἀμφιβάλλεις στό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέγει, ὅτι Αὐτός μεριμνᾶ γιά τά χόρτα τοῦ ἀγροῦ καί δέ θά μεριμνήσει γιά σένα καί τήν οἰκογένειά σου, τίς ζωντανές εἰκόνες Του; Δέν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν κατορθώνεις τίποτα; Ἄν ὁ Θεός δέ σέ προφυλάξει μάταια κοπιάζεις. Ἅν ὁ Θεός δέ στείλει τόν ἥλιο Του καί τή βροχή πῶς θά θά τραφεῖς, πῶς θά ἐπιβιώσεις πάνω στή γῆ; Ἀλλά καί ἡ συνεχής ἐργασία πολλούς ἔστειλε πρόορα στόν ἄλλο κόσμο. Μέ τό νά πέσεις μέ τά μοῦτρα στήν δουλειά τό μόνο πού θά καταφέρεις εἶναι νά ἐξαντληθεῖς καί τό πιό σίγουρο νά ἀρρωστήσεις καί ἐκεῖνα πού μάζεψες νά τά σκορπίσεις χωρίς κανένα ὄφελος. Εἶμαι βέβαιος ὅτι τά γνωρίζεις αὐτά . Καί γιά τοῦτο πρέπει νά πείσεις τόν ἑαυτό σου καί νά ἀνταποκρίνεσαι στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου καί νά ἐκκλησιάζεσαι γιά τό καλό τῆς ψυχῆς σου, ἀλλά καί τοῦ σώματός σου. Γιατί ὅταν ξεκουραστεῖς τήν Κυριακή θά ξεκινήσεις τή Δευτέρα ἀνανεωμένος καί θά ἀποδώσεις περισσότερο στήν ἐργασία σου. Καί νάχεις πάντοτε στό νοῦ σου, ὅτι χωρίς τό Θεό τίποτα δέν κατορθώνεις καί νά θυμᾶσαι, ὅσοι ἀπομακρυνονται ἀπό τό Θεό καί τήν ἐκκλησία Του ἀπολοῦνται, χάνονται Χάνονται γιατί φεῦγουν ἀπό τή ζωή χωρίς ἐφόδια, χωρίς «εἰσητήριο» καί δέ μποροῦν νά περάσουν τήν θύρα τοῦ Παραδείσου καί μένουν στό αἰώνιο σκότος μέ τό διάβολο πού τούς παρέσυρε μακρυά ἀπό τήν ἐκκλησία καί δέν πῆραν «εἰσητήριο.» Αὐτό τό «εἰσητήριο» εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου καί μόνο μέσα ἀπό τήν ἐκκλησία μπορεῖς νά τό πάρεις.
β) Δεύτερη πρόφαση ἤ δικαιολογία εἶναι: « Ἀφοῦ δέν καταλαμβαίνω τή γλώσσα τῆς ἐκκλησίας, γιατί νά πάω;» Σίγουρα ἡ πρόφαση αὐτή φανερώνει ἀμέλεια, ραθυμία καί ἀδιαφορία, γιατί ἄν ἐνδιαφερόταν ὁ ἄνθρωπος σίγουρα θά μάθαινε τή γλώσσα, ἀφοῦ εἶναι ἡ γλώσσα του καί θά ἔκανε προσπάθεια. Δέν προσπαθεῖ ὅμως γιατί δέ θέλει καί ἐπειδή ἀγνοεῖ τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο θά πρέπει νά πάει στήν ἐκκλησία˙ ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τά πνευματικά ἀγαθά πού θά ἀποκομίσει, ἀγνοεῖ τό συμφέρο του. Γιατί πῶς ἀλλοιῶς θά τό ἐξηγήσουμε; Ὅταν πρόκειται νά σταδιοδρομήσει στήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ξοδεύει χρόνο καί χρῆμα καί μανθάνει δύσκολες ξένες γλώσσες μέ τόση ὄρεξη χωρίς παράπονα καί δισταγμούς, καί ἐδῶ πού ἀφορᾶ τό αἰώνιο μέλλον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του δυσκολεύεται νά μάθει τή γλώσσα του; Μήπως αὐτό δέ φανερώνει καί ἕνα ἄνθρωπο πού ἀρκεῖται στήν ὑλιστική θεώρηση τῶν πραγμάτων;
Φαίνεται λοιπόν ὅτι εἶναι πρόφαση καί ὄχι πραγματικό ἐμπόδιο ἡ ἄγνοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας καί δέ θά ἔχουν κανένα δικαιολογιτικό τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως καί θά ὑποστοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τίς συνέπειες τῶν προφάσεών τους.
γ) Εἶναι καί κάποιοι ἄλλοι πού λένε: «Τί νά πάω στην ἐκκλησία ἀφοῦ ἀκούω πάντα τά ἴδια;» Καί πάλιν ἡ ἄγνοια τῶν πραγμάτων εἶναι ἡ αἰτία καί τῆς δικαιολογίας αὐτῆς. Ἄν διάβαζαν οἱ ἄνθρωποι τό Εὐαγγέλιο μέ τή προθυμία πού διαβάζουν τίς ἐφημερίδες, σίγουρα δέ θά ἔλεγαν τέτοια δικαιολογία, ἀλλά θά ἐγνώριζαν ὅτι ὅ Κύριος μας ἔδωκε ἐντολή νά τελοῦμε πάντοτε τήν ἴδια πράξη τῆς θυσίας του γιά νά τρεφώμαστε πάντοτε μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του. « Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνηση»[11] Κάνουμε πάντοτε αὐτό πού διέταξε ὁ Χριστός μας, γιατί αὐτό χρειαζόμαστε γιά νά ζεῖ πάντοτε ἡ ψυχή μας. Ἄλλωστε γιατί τρῶμε καθημερινά τό ἴδιο ψωμί καί δέ διαμαρτυρόμαστε; ἐπειδή εἶναι ἡ βάση τῆς ζωῆς μας . Στή ζωή μας σέ πολλές περιπτωσεις , κάθε μέρα ἐπεναλαμβάνουμε τά ἴδια πράγματα, χωρίς νά ἐνοχλούμαστε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γιά χρόνια καθημερινά κάνουν τήν ἴδια ἐργασία καί δέν τήν ἀφήνουν. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τή Θεία Λειτουργία στήν ἐκκλησία μας˙ τελοῦμε πάντοτε τήν ἴδια θυσία γιατί αὐτή χρειαζόμαστε μέχρι πού νά ἔλθει ὁ Κύριος.
Ἐκεῖνο πού χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί καί γιά νά μήν τούς ἐνοχλεῖ ἡ ἐπανάληψη τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι νά φροντίσουν νά μελετήσουν νά μάθουν, νά κατατοπισθοῦν σ’ αὐτά πού ἀφοροῦν τήν ἐκκλησία καί τό σκοπό της καί ὅταν τό κάνουν αὐτό σίγουρα θά ἀλλάξουν γνώμη καί διάθεση. Γι’ αὐτό φροντίσαμε στήν ἀρχή τοῦ παρόντος καί γράψαμε λίγα , πού ἄν τά λάβουν σωστά ὑπόψιν σίγουρα θά ἀρχίσουν νά καταλαμβαίνουν μέχρι πού νά μάθουν περισσότερα καί συμπλρώσουν τή γνώση τους, καί τότε εἶμαι βέβαιος ὅτι τά πράγματα θά ἀλλάξουν. Ἄς τό εὐχηθοῦμε.
δ) Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη πρόφαση πού ἔχει τήν αἰτία της πάλιν στην ἄγνοια γιά τήν ἐκκλησία. Εἶναι μερικοί πού λένε: « Γιατί νά πάω στην ἐκκλησία, δέν προσεύχομαι στό σπίτι μου; Σίγουρα μπορεῖς νά προσευχηθεῖς καί στό σπίτι σου, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι στήν ἐκκλησία δέν πηγαίνεις μόνο νά προσευχηθεῖς, ἀλλά πηγαίνεις νά λειτουργηθεῖς καί νά μεταλάβεις τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Στήν ἐκκλησία πηγαίνεις νά ἑνωθεῖς μέ τά ἄλλα μέλη γιά νά ἀποτελέσετε τό Σῶμα του Χριστοῦ, νά προσφέρετε Αὐτόν τό Σωτήρα Χριστό θυσία στόν οὐράνιο Πατέρα, νά συμμετάσχεις στή Θεία Κοινωνία, νά ἑνωθεῖς μέ τό Θεό καί νά ἀπολαύσεις τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου, Κάνεις στό σπίτι σου κάτι τέτοιο; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀκόμα καί ἡ προσευχή σου στό σπίτι σου δέν ἔχει τό ἀποτέλεσμα πού ἔχει ἡ προσευχή στήν ἐκκλησία, μέ τούς ἱερεῖς καί τό πλῆθος τῶν πιστῶν. Γιά τόν ἕνα λέγει ὁ Κύριος:« οὐαί τῷ ἑνί», ἐνῶ γιά τούς πολλούς λέγει:« ὅπου ὑπάρχουν δύο ἤ τρεῖς μαζεμένοι στό ὄνομά μου, καί ἐγώ βρίσκομαι ἀνάμεσά τους». Βλέπεις τή διαφορά; Σκέψου λοιπόν, μήν ξαναδικαιολογηθεῖς, γιατί ζημιώνεις τόν ἑαυτό σουû καί ἄν αὐτό συνεχίσει μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου, ἔχασες τήν εὐκαιρία γιά ζήσεις στή ζωή τοῦ Παραδείσου πού εἶναι ἡ αἰώνια χαρά καί εὐτυχία.