Περί Εκκλησιασμού, Θείας Μεταλήψεως και Ευταξίας

Χα­ρα­λά­μπους Νε­ο­φύ­του

Πρε­σβυ­τέ­ρου

 

 

 

ΛΕ­ΜΕ­ΣΟΣ 2009

Περιεχόμενα

. 1

1.Πρὀλογος…. 4

2.«Η ΕΚΚΛΗΣΊΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ». 7

3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.. 8

4. Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ   ΠΙΣΤΩΝ. 16

5. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.. 21

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ.. 21

6.ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ.. 26

ΣΤΗ ΘΕΙΑ  ΛΑΤΡΕΊΑ.. 26

7.ΚΥΡΙΏΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ.. 28

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ.. 28

8. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ  ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΝΤΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΌΜΕΝΟΙ 46

9.Ἡ ἀποχώρηση ἀπό τό Ναό.. 55

10.Προφάσεις ἐν  ἁμαρτίαις 56

 

1.Πρὀ­λο­γος.

Ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή πού ἡ πρό­ο­δος τῆς ἐ­πι­στή­μης ἔ­βγα­λε τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τή φτὠ­χεια καί τή μι­ζέ­ρια καί τοῦ ἐ­ξα­σφά­λι­σε κά­ποι­α ἄ­νε­τη ὑ­λι­κή ζω­ή, ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τί νά ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει τήν πρό­ο­δο ὥ­στε αὐ­τή νά τόν ὑ­πη­ρε­τεῖ, ἔ­γι­νε αὐ­τός δοῦ­λος καί αἰχ­μά­λω­τος τῆς προ­ό­δου ἀ­κο­λου­θών­τας τά ὑ­λι­κά καί πρό­σκαι­ρα, σάν  νά ἦ­ταν αἰ­ώ­νια. Ἐ­μεῖς οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί, πρᾶγ­μα πού δέν ἔ­πρε­πε νά κά­νου­με, ἀ­φή­σα­με τίς πα­ρα­δό­σεις μας καί ἀ­κο­λου­θή­σα­με δρό­μους ἀλ­λό­τριους καί ἀμ­φί­βο­λους. Ἡ ζω­ή μας γέ­μι­σε ἆγ­χος καί ἀ­γω­νί­α καί τό σῶ­μα μα­στί­ζε­ται ἀ­πό σο­βα­ρό­τα­τες καί ἀ­νί­α­τες ἀ­σθέ­νει­ες. Ρι­χτή­κα­με μέ  μα­νί­α στήν ἀ­πό­λαυ­ση τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἀ­πο­μα­κρυν­θή­κα­με οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό Χρι­στό καί τήν ἐκ­κλη­σί­α Του, γι­ά νά χορ­τά­σου­με τή φθει­ρό­με­νη ὕ­λη, τά ξυ­λο­κέ­ρα­τα τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς,  ξε­χνών­τας τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, πού εἶ­πε: «χω­ρίς ἐ­μέ­να δέ μπο­ρεῖ­τε νά κα­τορ­θώ­σε­τε τί­πο­τα», καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μας εἶ­ναι τρα­γι­κά. Χά­θη­κε ἡ εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τά σπί­τια μας καί τόν τό­πο μας, πολ­λοί τό ὁ­μο­λο­γοῦν αὐ­τό.

Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη λοι­πόν νά  ἐ­πα­νέλ­θου­με καί νά ξα­να­γί­νει ὁ λα­ός μας  λα­ός τοῦ Κυ­ρί­ου, γι­ά νά  ἔ­χου­με καί τήν  προ­στα­σί­α Του. Θά πρέ­πει νά ἐ­πι­στρέ­ψου­με στήν εὐ­λο­γη­μέ­νη συ­νή­θεια τῶν πα­τέ­ρων μας καί νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε τα­κτι­κά καί νά συμ­με­τέ­χου­με στά  Μυ­στή­ρια τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καί προ­πάν­των στή Με­τά­νοι­α-ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α.

Ὅ­μως γι­ά νά  τό ἐ­πι­τύ­χου­με αὐ­τό χρει­ά­ζε­ται συ­νε­χής δι­α­φώ­τι­ση, προ­πάν­των στή νέ­α γε­νιά, πού πι­στεύ­ω, ἀ­πό ἄ­γνοι­α,  ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α, για­τί δέν γνω­ρί­ζει τί χά­νει καί πό­σο ζη­μι­ώ­νε­ται ἀ­πό τήν ἀ­πο­χή τοῦ ἐκ­κλη­σια­σμοῦ τῆς Κυ­ρια­κῆς ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ἐ­μεῖς στό μέ­τρο τῶν δυ­να­το­τή­των μας  προ­σπα­θοῦ­με, καί δί­νου­με τό δί­λε­πτο τῆς χή­ρας, ἴ­σως κά­ποι­ος ὠ­φε­λη­θεῖ. Κά­ποι­οι ἄλ­λοι ἴ­σως κά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρα.

Ἔ­τσι, στίς σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν θά  ἀ­να­φερ­θοῦ­με στό θέ­μα τοῦ ἐκ­κλη­σια­σμοῦ τῶν πι­στῶν, καί τή συμμετοχή τους στή Θεί­α με­τάληψη.

Θά   φρον­τί­σου­με νά ποῦ­με μέ λί­γα καί ἁ­πλᾶ λό­για γι­ά τό τί εἶ­ναι ἡ ἐκ­κλη­σί­α·    στή συ­νέ­χεια νά ἀ­πο­δεί­ξου­με ὅ­τι ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός εἶ­ναι ἐν­το­λή Θε­οῦ, ἀλ­λά καί πό­σο ὠ­φε­λεῖ­ται ὁ ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νος χρι­στια­νός,  καί ὄ­ταν προ­παν­τός συμ­με­τέ­χει τακτικά καί ἄ­ξια στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη, δι­α­φω­τί­ζον­τας ἔ­τσι τούς κα­λῆς θε­λή­σε­ως χρι­στια­νούς νά  ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται του­λά­χι­στον κά­θε Κυ­ρια­κή γι­ά τό δι­κό τους κα­λό καί ὄ­χι μό­νο, για­τί μέ τό νά   ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι καί νά ζοῦν τή μυ­στη­ρια­κή ζω­ή τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, νά ζοῦ­νε τήν κα­τά Χρι­στό ζω­ή γιά  νά με­τα­βλη­θεῖ σι­γά σι­γά πρός τό  κα­λύ­τε­ρο καί ἡ εἰ­κό­να τῆς κοι­νω­νί­ας γε­νι­κά.

Μό­νον δι­ά τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καί μέ­σα ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α θά πά­ρει ὁ χρι­στια­νός τό εἰ­ση­τή­ριο γι­ά νά πε­ρά­σει στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καί στή χα­ρά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Γι­ά τοῦ­το ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός  καί ἡ  τακτική  Θεία Μετάληψη, εἶ­ναι ἀ­ναγ­και­ό­τα­το κα­θῆ­κο κά­θε ὀρ­θό­δο­ξου χρι­στια­νοῦγιά νά πετύχει τό σκοπό του.

2.«Η ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΊ­Α ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ»

 

Ἡ λέ­ξη «ἐκ­κλη­σί­α» ση­μαί­νει συ­νά­θροι­ση. Ὁ ἀρ­χαῖ­ος κό­σμος τίς συ­να­θροί­σεις τοῦ λα­οῦ γι­ά δη­μό­σια θέ­μα­τα τίς ὀ­νό­μα­ζε, «ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Δή­μου» ἀ­πό τό ρῆ­μα «ἐκ­κα­λῶ».

Οἱ  Ἰ­ου­δαῖ­οι τίς θρη­σκευ­τι­κές τους συ­να­θροί­σεις τίς ὀ­νό­μα­ζαν «Συ­να­γω­γές» ἀ­πό τό ρῆ­μα «συ­νά­γω».

Ἀ­πό τίς συ­να­θροί­σεις, λοι­πόν, τῶν ἀρ­χαί­ων καί τῶν Ἰ­ου­δαί­ων προ­έ­κυ­ψε καί τρί­τη, αὐ­τή τῶν χρι­στια­νῶν. Σάν  νέ­α συ­νά­θροι­ση αὐ­τή τῶν χρι­στια­νῶν ἔ­πρε­πε νά λά­βει καί νέ­αν ὀ­νο­μα­σί­α. Ἔ­τσι στή συ­νά­θροι­ση τῶν χρι­στια­νῶν, ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή τῆς ζω­ῆς της δώ­θη­κε ἡ ὀ­νο­μα­σί­α, «ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ ἤ τοῦ Χρι­στοῦ», ὀ­νο­μα­σί­ες πού κυ­ρια­ρχοῦν στήν Και­νή Δι­α­θή­κη καί δι­α­φέ­ρουν βα­σι­κά ἀ­πό τίς ἄλ­λες ὀ­νο­μα­σί­ες, τό­σο στήν προ­έ­λευ­ση ὅ­σο καί στόν χα­ρα­κτῆ­ρα καί στό σκο­πό.

 

3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

Ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἐκκλησίας εἶναι μεγάλο θέμα καί ἐγράφτηκαν πολλές σελίδες ἀπό  ἱκανούς καί φωτισμένους ἄνδρες. Ἐμεῖς ἐδῶ με­τα­φέ­ρου­με λί­γα καί ἁ­πλᾶ λό­για γιά τούς ἁ­πλούς χρι­στια­νούς μας, καί ἐλ­πί­ζω νά γί­νουν κα­τα­νο­η­τά σ’ ὅ­λους

Ἡ κα­θ’ ἡ­μᾶς ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό σύ­νο­λο τῶν  χρι­στια­νῶν πού ἔ­χουν βα­πτι­σθεῖ στό ὄ­νο­μα τῆς Πα­να­γί­ας Τριά­δος καί ἀ­να­γνω­ρί­ζουν σάν Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή,  ἀλ­λά καί σάν κε­φα­λή τους τόν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν. Αὐ­τοί συ­να­θροι­ζό­με­νοι ἀ­πο­τε­λοῦν τήν ἐκ­κλη­σί­α, τό «Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ»

Ἡ προ­έ­λευ­ση τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι θεί­α καί συν­δέ­ε­ται μέ τό  προ­αι­ώ­νιο σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ γι­ά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου[1]. Αὐ­τός πού τήν θε­με­λί­ω­σε, τήν πρόσ­λα­βε, τήν  συ­γκα­λεῖ καί προ­νο­εῖ γι­’ αὐ­τήν, εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ Λυ­τρω­τής τοῦ κό­σμου. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ἡ κε­φα­λή ὅ­λου τοῦ σώ­μα­τος τῆς  ἐκκλησίας καί εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πό τήν ἐκκλησία καί πά­ντο­τε ἑ­νω­μέ­νος μ’ αὐτήν καί μέ τό κά­θε μέ­λος χω­ρι­στά.

Πῶς ὅ­μως γί­νε­ται κα­τορ­θω­τή αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα πού πρέ­πει νά εἶ­ναι πρα­γμα­τι­κή καί ὄ­χι θε­ω­ρη­τι­κή;

Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­ξη­γεῖ πῶς  γί­νε­ται αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα, παίρ­νο­ντας πα­ρά­δει­γμα ἀ­πό τό σῶ­μα μας: « Ὅ­πως τό σῶ­μα εἶ­ναι ἕ­να, ἀλ­λ’ ἔ­χει μέ­λη πολ­λά, ὅ­λα δέ τά μέ­λη τοῦ ἑ­νός σώ­μα­τος, ἄν καί εἶ­ναι πολ­λά, ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να σῶ­μα, ἔ­τσι καί ὁ Χρι­στός, μέ τό πλῆ­θος τῶν πι­στῶν ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να σῶ­μα»[2]. Αὐ­τή τή σχέ­ση πού ἔ­χουν τά δι­ά­φο­ρα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος με­τα­ξύ τους καί μέ τήν κε­φα­λή, γι­ά νά λει­τουρ­γεῖ ὁ­μα­λά ὁ ὅ­λος ἄν­θρω­πος, αὐ­τή τή ὀργανική σχέ­ση θέ­λει ὁ Θε­ός νά ἔ­χει κά­θε χρι­στι­α­νός μέ τό συ­νάν­θρω­πό του καί μέ τό Χρι­στό, μέ­σα στήν ἐκκλησία καί πα­ντοῦ.

Ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, ὁ Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, γι­ά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο, ἔ­λα­βε σάρ­κα ἀν­θρώ­πι­νη, ἀ­πό τά αἵ­μα­τα τῆς Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας, τή θυ­σί­α­σε  γι­ά μᾶς ὑ­πο­φέ­ρο­ντας θλί­ψεις καί  ὀ­δύ­νες καί θάνα­το.  τήν ἀ­νέ­στη­σε, τή  θέ­ω­σε, σώ­ζο­ντας ἔ­τσι τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος ἀ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ σα­τα­νᾶ. Τή σάρ­κα ἐ­κεί­νη δέν τήν ἄ­φη­σε, ἀλ­λά ἀ­φοῦ τή  θέ­ω­σε τήν ἀ­νύ­ψω­σε στό θεϊ­κό θρό­νο, «πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία», καί ἔγινε ἔτσι ὁ ἀρ­χη­γός τῶν  νι­κη­τῶν κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί ἡ κε­φα­λή ὅ­λων τῶν σε­σω­σμέ­νων.

Ἔ­τσι μέ τήν πρά­ξη του αὐ­τή ὀ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἵ­δρυ­σε τήν ἐκ­κλη­σί­α, τό σῶ­μα τῶν σε­σω­σμέ­νων καί  ἔ­γι­νε κε­φα­λή αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος, ἑ­νώ­θη­κε ἀ­δι­ά­σπα­στα καί ἀ­χώ­ρι­στα μα­ζί της, καί τήν «ὕ­ψω­σε ὑ­πε­ρά­νω κά­θε ἀρ­χῆς καί ἐ­ξου­σί­ας» Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος μέ με­γά­λο θαυ­μα­σμό σχο­λιά­ζει: «Ὠ πό­σον θαυ­μα­στόν καί τοῦ­το! Ποῦ ἀ­νύ­ψω­σε καί τήν ἐκ­κλη­σί­α; Σαν μέ κά­ποι­α μη­χα­νή τήν ἔ­συ­ρε καί τήν ὠ­δή­γη­σε εἰς μέ­γα ὕ­ψος, καί ἐ­κά­θι­σεν αὐ­τήν εἰς ἐ­κεῖ­νον τόν θρό­νον. Δι­ό­τι ὅ­που εὑ­ρί­σκε­ται ἡ κε­φα­λή, ἐ­κεῖ εὑ­ρί­σκε­ται καί τό σῶ­μα· καί ἐ­φ’ ὄ­σον εἶ­ναι κε­φα­λή καί σῶ­μα, μέ κα­μί­αν ἐν­δι­ά­με­ση ἀ­πό­στα­ση δέν χω­ρί­ζον­ται· δι­ό­τι ἐ­άν χω­ρί­ζων­ται δέν θά ὑ­πῆρ­χε σῶ­μα, δέν θά ὑ­πῆρ­χε κε­φα­λή.­..Τό συμ­πλή­ρω­μα τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἡ ἐκ­κλη­σί­α. Δι­ό­τι τό συμ­πλή­ρω­μα τῆς κε­φα­λῆς εἶ­ναι τό σῶ­μα, καί συμ­πλή­ρω­μα τοῦ σώ­μα­τος εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή.»

Ἔ­τσι ὅ­σοι ἄν­θρω­ποι κα­τα­φεύ­γουν στήν ἐκ­κλη­σί­α ἑ­νώ­νον­ται καί  μα­ζί Του δι­ά τῆς συμ­με­το­χῆς τους στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α ὅ­που τόν τρώ­γουν καί τρέ­φον­ται μέ τή σάρ­κα Του καί τό Αἷ­μα Του καί γί­νον­ται μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τος Του, πού εἶ­ναι ὅ­λη ἡ ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­τσι κα­τορ­θώ­νε­ται ἡ  ἕ­νω­ση ὅ­λων τῶν με­λῶν μέ τήν κε­φα­λή καί με­τα­ξύ τους. Γι­ά τοῦ­το χρει­ά­ζε­ται νά γί­νε­ται καί ἡ  συ­νά­θροι­ση κά­θε Κυ­ρια­κή μέ­σα στό Να­ὀ,  γι­ά νά ἀ­να­ζω­ο­πυ­ρώ­νε­ται καί νά προ­ο­δεύ­ει ἡ  ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν με τη συμ­με­το­χή τους στή με­τά­λη­ψη τοῦ Σώ­μα­τος και τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­χρι πού νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν τή σω­τη­ρί­α τους.

Ὁ σκο­πός τῆς συ­νά­θροι­σης τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό τίς συ­να­θροί­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ κό­σμου τού­του. Οἱ κο­σμι­κές συ­να­θροί­σεις ἔ­χουν σκο­πό νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σουν ὑ­λι­κά συμ­φέ­ρον­τα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐ­νῶ ἡ Ἐκ­κλή­σία τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πού συ­να­θροί­ζε­ται μέ­σα στό Να­ό ἔ­χει πνευ­μα­τι­κό σκο­πό καί ἐ­πι­δι­ώ­κει τή θε­ρα­πεί­α καί ἀ­παλ­λα­γή τῶν χρι­στια­νῶν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α γι­ά νά τούς ἐ­ξα­σφα­λί­σει τήν εἴ­σο­δο στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καί τήν  αἰ­ώ­νια σω­τη­ρί­α.

Ἡ συμ­με­το­χή τοῦ κά­θε μέ­λους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας στήν ὅ­λη ζω­ή τῆς,  εἶ­ναι ὅ­πως ἡ συμ­με­το­χή τῶν με­λῶν τοῦ σώ­μα­τός μας στήν ὅ­λη λει­τουρ­γί­α τοῦ ὅ­λου σώ­μα­τος. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι ἡ φρά­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «Ἔ­τσι οἱ πολ­λοί εἴ­με­θα ἕ­να σῶ­μα ἐν Χρι­στῶ καί ὁ κα­θέ­νας λει­τουρ­γεῖ ὡς ὄρ­γα­νο τῶν ἄλ­λων»[3] Κά­θε πι­στός συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται σάν ἀ­δελ­φός καί δι­ά­κο­νος ὅ­λων τῶν ἄλ­λων, χω­ρίς νά πά­ψει νά εἶ­ναι καί πρό­σω­πον ξε­χω­ρι­στόν καί αἰ­ώ­νιον.

Ἡ ἐκ­κλη­σί­α στη­ρί­ζε­ται στή ἑ­νό­τη­τα καί συλ­λο­γι­κό­τη­τα τῶν με­λῶν της,« ἵ­να ὦ­σιν ἕν κα­θώς ἡ­μεῖς ἕν ἐ­σμέν»,[4] εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος στήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή Του πρός τόν Πα­τέ­ρα Θε­ό. Οἱ θε­ο­λό­γοι λέ­νε αὐ­τήν τήν ἕ­νω­ση (ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρι­ση), δη­λα­δή ἑ­νω­μέ­νοι ὁ ἕ­νας μέ­σα στόν ἄλ­λο, ὅ­πως τά δι­ά­φο­ρα μέ­λη τοῦ ἑ­νός σώ­μα­τος. Οἱ ἀ­λη­θι­νοί ὁ­πα­δοί τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­τσι πρέ­πει νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι στήν ψυ­χή, στήν πί­στη, στήν κοι­νω­νί­α, στήν ἀ­γά­πη καί στό σκο­πό, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός μέ τόν Πα­τέ­ρα Θε­ό. Χω­ρίς αὐ­τή τήν ἕ­νω­ση δέν ἐ­πι­τυγ­χά­νου­με τό σκο­πό μας οὔ­τε λο­γα­ρι­α­ζό­μα­στε χρι­στια­νοί καί οὔ­τε ἄ­ξιοι νά ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε τέ­τοι­οι.

Σ’ αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα τό Πα­νά­γιον Πνεῦ­μα ἔ­χει τόν κύ­ριο ρό­λο, ἐ­πει­δή Αὐ­τό ἔ­χει ἀ­να­λά­βει νά βο­η­θή­σει τόν ἄν­θρω­πο νά  ἐρ­γα­σθεῖ τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ, νά ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει τή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί νά πα­ρά­ξει καρ­πούς καί νά  τούς προ­σφέ­ρει στό Θε­ό. Τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἐ­φο­διά­ζει τήν Εκ­κλη­σί­α μ’ ὅ­λους τού «θη­σαυ­ρούς τῆς γνώ­σε­ως καί τῆς σο­φί­ας» γνώ­σε­ως πε­ρί Θε­οῦ, πε­ρί κό­σμου, πε­ρί ζω­ῆς καί πε­ρί αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.  Τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού ἀ­πό τήν ἀρ­χή φώ­τι­σε τούς ἀ­πο­στό­λους καί ἀ­πό τό­τε «συγ­κρο­τεῖ καί συν­τη­ρεῖ τό θε­σμό τῆς ἐκ­κλη­σί­ας» κα­τά τήν ὑ­μνο­λο­γί­α μας. Κα­θο­δη­γεῖ τούς ποι­μέ­νες καί δι­δα­σκά­λους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας .Ὅ,τι ἀ­γα­θόν πη­γά­ζει ἀ­πό τή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, δι­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ­σα στήν ἐκ­κλη­σί­α γί­νε­ται κτῆ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ζω­ή μέ­σα στην ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μι­ά συ­νε­χής ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τοῦ πι­στοῦ με­τά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση με­τά τῆς Πα­να­γί­ας Τριά­δος.

Ἡ ζω­ή μας μέ­σα στην ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­δη­γεῖ­ται ἀ­πό τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καί θά πρέ­πει νά πει­θαρ­χοῦ­με σ’ Αὐ­τό προ­σαρ­μό­ζον­τας ἔ­τσι τή ζω­ή μας μέ τίς ἐν­το­λές Του δι­ά τῆς ἐκ­κλη­σί­ας .

Ἡ σω­τη­ρί­α προ­ῆλ­θε δι­ά τοῦ Χρι­στοῦ καί συν­τε­λεῖ­ται δι­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο δι­ε­γεί­ρει τόν πό­θο τοῦ ἀν­θρώ­που γι­ά τή σω­τη­ρί­α του.

Μέ­σα στήν ἐκ­κλη­σί­α προ­σφέ­ρου­με ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα καί τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας ἀ­κό­μα καί λαμ­βά­νου­με τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καί τή σω­τη­ρί­α μας.

Ἡ ἐκ­κλη­σί­α λοι­πόν εἶ­ναι κοι­νή μη­τέ­ρα ὅ­λων τῶν  Ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νῶν καί  κά­θε ἕ­νας πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό αὐ­τήν δέν τήν ἔ­χει μη­τέ­ρα καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση δέν ἔ­χει οὔ­τε τό Θε­ό πα­τέ­ρα. Ἐ­πο­μέ­νως ἄς τό σκε­φτοῦν πο­λύ σο­βα­ρά ὅ­σοι λεί­πουν ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α. Εἶ­ναι και­ρός νά σκε­φτοῦν σο­βα­ρά τό θέ­μα, για­τί σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση ἀ­πει­θοῦν στό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἁ­μαρ­τί­α ἀ­συγ­χώ­ρη­τη. (Ματθ.12,32.­).

4. Ο ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ­ΣΜΟΣ ΤΩΝ   ΠΙ­ΣΤΩΝ.

 

Μέ τόν πι­ό πά­νω τί­τλο ἐν­νο­οῦ­με τήν προ­σεύ­λευ­ση καί συ­νά­θροι­ση τῶν πι­στῶν μέ­σα στό Να­ό, ἤ τήν ἐκ­κλη­σί­α, γι­ά νά λα­τρεύ­σουν τό Θε­ό.

Ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κό κα­θῆ­κο κά­θε πι­στοῦ για­τί εἶ­ναι καί ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στίς   δέ­κα ἐν­το­λές. Εἶ­ναι ἡ τέ­ταρ­τη ἐν­το­λή τοῦ δε­κα­λό­γου πε­ρί «ἁ­για­σμοῦ τῆς ἕ­βδο­μης ἡ­μέ­ρας» καί τήν ὁ­ποί­α τί­μη­σε πρῶ­τος ὁ Δη­μι­ουρ­γός.

Ἀ­να­φέ­ρε­ται λοι­πόν στήν  Ἁ­γί­α Γρα­φή τό ἑ­ξῆς:« Καί συ­νε­τέ­λε­σεν ὁ Θε­ός τῇ ἕ­κτῃ ἡ­μέ­ρᾳ τά ἔρ­γα αὐ­τοῦ ἅ ἐ­ποί­η­σεν,καί κα­τέ­παυ­σεν τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τῇ ἑ­βδό­μῃ ἀ­πό πάν­των τῶν ἔρ­γων αὐ­τοῦ ἅ ἐ­ποί­η­σεν. Καί εὐ­λό­γη­σεν ὁ Θε­ός τήν ἡ­μέ­ραν τήν ἑ­βδό­μην καί ἡ­γί­α­σεν αὐ­τήν»[5] Δη­λα­δή μέ­σα σέ  6 ἡ­μέ­ρες, ὁ Θε­ός,  τέ­λει­ω­σε ὅ­λα τά ἔρ­γα πού  ἤ­θε­λε νά δη­μι­ουρ­γή­σει, καί τήν ἕ­βδο­μη ἡ­μέ­ρα στα­μά­τη­σε νά  ἐρ­γά­ζε­ται. Αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα τῆς  ἀρ­γί­ας Του, ὁ Θε­ός τήν εὐ­λό­γη­σε καί τή  ἁ­γί­α­σε˙ τήν κα­θό­ρι­σε δη­λα­δή σάν παν­το­τι­νή ἀρ­γί­α. Ἔ­τσι αὐ­τή του τήν πρά­ξη ἤ­θε­λε νά τήν  ἐ­φαρ­μό­σει καί ὁ λα­ός Του καί  γι­ά τοῦ­το τή  συμ­πε­ρι­έ­λα­βε στόν κα­τά­λο­γο τῶν Δέ­κα Ἐν­το­λῶν πού ἔ­δω­σε στό Μω­ϋ­σῆ ἀρ­γό­τε­ρα.

Ἔ­τσι, στήν  τέ­ταρ­τη ἐν­το­λή δι­α­βά­ζου­με: « Μνή­σθη­τι τήν ἡ­μέ­ραν τῶν Σαβ­βά­των ἁ­γιά­ζειν αὐ­τήν. Ἕξ ἡ­μέ­ρας ἐρ­γᾶ καί ποι­ή­σεις πάν­τα τά ἔρ­γα σου, τῇ δέ ἡ­μέ­ρα τῇ ἑ­βδό­μῃ Σάβ­βα­τα Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ σου, οὐ ποι­ή­σεις πᾶν ἔρ­γον σύ καί ὁ υἱ­ός σου καί ἡ θυ­γά­τηρ σου».[6] Δη­λα­δή νά θυ­μᾶ­σαι τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του καί νά τήν ἔ­χεις ὡς ἁ­γί­αν. Ἕ­ξη μέ­ρες νά ἐρ­γά­ζε­σαι καί νά κά­νεις κά­θε ἐρ­γα­σί­α σου. Τήν ἕ­βδο­μην ἡ­μέ­ραν ὅ­μως, τό Σάβ­βα­το, πού εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στό Θε­ό σου νά μήν ἐρ­γά­ζε­σαι κα­νέ­να ἔρ­γο, οὔ­τε σύ, οὔ­τε τά παι­διά σου.­.­..

Ἰ­δού λοι­πόν ἡ ξε­κά­θα­ρη ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου, γι­ά ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή ἀρ­γί­α καί τι­μή τῆς ἕ­βδο­μης ἡ­μέ­ρας, για­τί ἀ­νή­κει στό Θε­ό.

Μέ τήν ἐν­το­λήν αὐ­τήν ὁ Κύ­ριος ἤ­θε­λε νά  δι­δά­ξει τόν ἄν­θρω­πον, ὅ­τι δέ θά πρέ­πει νά τόν  ἀ­πα­σχο­λεῖ μό­νον τό θέ­μα τῆς ὑ­λι­κῆς δι­α­τρο­φῆς καί ἐ­πι­βί­ω­σης, ἀλ­λά πρέ­πει νά  τόν ἀ­πα­σχο­λοῦν καί  ἔρ­γα πού  τόν βο­η­θοῦν στήν πνευ­μα­τι­κή του πρό­ο­δο καί τε­λεί­ω­ση. Καί ἀ­κό­μα ἔ­πρε­πε νά κα­τα­λά­βει ὅ­τι δέν εἶ­ναι ὅ­λα δι­κά του στόν κό­σμο τοῦ­το, ἀλ­λά ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ Κυ­ρί­αρ­χος καί Οἰ­κο­δε­σπό­της καί πρέ­πει. Αὐ­τό νά τό σέ­βε­ται καί νά   ὑ­πα­κού­ει.

Ὁ Θε­ός δέν πε­ρι­ο­ρί­στη­κε μό­νο στήν ἐν­το­λή τῆς ἀρ­γί­ας, ἀλ­λά προ­χώ­ρη­σε καί ὑ­πό­δει­ξε πῶς πρέ­πει καί νά ἀρ­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος καί νά ἁ­γιά­ζει τήν  ἡ­μέ­ραν τῆς ἀρ­γί­ας.  Ἰ­δού πῶς, λέ­γει πρός τόν Μω­ϋ­σῆ: « ἐκ­κλη­σί­α­σον (συ­νά­θροι­σε) πρός με τόν λα­όν καί ἀ­κου­σά­τω­σαν τά ρή­μα­τα μου, ὅ­πως μά­θω­σι φο­βεῖ­σθαι με πά­σας τάς ἡ­μέ­ρας ἅς αὐ­τοί ζῶ­σιν ἐ­πί τῆς γῆς καί τούς υἱ­ούς αὐ­τῶν δι­δά­ξω­σιν». [7] Δη­λα­δή συγ­κέν­τρω­σέ μου τό λα­ό,  ὥ­στε νά ἀ­κού­σουν τά λό­για πού θά τούς εἰ­πῶ, γι­ά νά μά­θουν νά μέ φο­βοῦν­ται ὅ­λες τίς μέ­ρες τοῦ βί­ου τους  πά­νω στή γῆ καί ἔ­τσι νά δι­δά­σκουν καί τά παι­διά τους.

Οἱ ὀ­δη­γί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρες.  Νά συ­να­θροί­ζον­ται οἱ Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες κα­τά τήν  ἕ­βδο­μην ἡ­μέ­ρα καί νά  δι­δά­σκον­ται τό  νό­μο τοῦ Κυ­ρί­ου, νά τόν λα­τρεύ­ουν καί νά μαν­θαί­νουν καί τά παι­διά τους νά κά­νουν τό ἴ­διο, ὅ­σο χρό­νο ζοῦν πά­νω στή γῆ. Αὐ­τό εἶ­ναι θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. καί αὐ­τό κά­νουν μέ­χρι σή­με­ρα μέ πολ­λήν εὐ­λά­βεια ὅ­λοι οἱ Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες. Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἀρ­γί­ας τους  μό­νον τά ἀ­ναγ­καί­α γί­νον­ται.

Μή μοῦ πεῖ­τε ὅ­μως, ὅ­τι αὐ­τά εἶ­ναι γι­ά τούς Ἑ­βραί­ους. Πρέ­πει νά γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι αὐ­τές οἱ ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ ἰ­σχύ­ουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο σ’ μᾶς, τόν  νέ­ον Ἰσ­ρα­ήλ τῆς χά­ρι­τος πού φέ­ρου­με τό ὄ­νο­μα Ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί.

Ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός εἶ­ναι κα­θῆ­κον κά­θε πι­στοῦ πού πο­θεῖ τή σω­τη­ρί­α του καί θέ­λει νά  ἀ­νή­κει στήν ἐκ­κλη­σί­α Ὄ­σοι χρι­στια­νοί δέ­ν τη­ροῦν τή  τε­τάρ­την ἐν­το­λή πε­ρί ἀρ­γί­ας καί ἐκ­κλη­σια­σμοῦ κα­θί­σταν­ται ἔ­νο­χοι πα­ρά­βα­σης θε­ϊ­κῆς ἐν­το­λῆς.

 

 

5. Η Α­ΝΑΓ­ΚΑΙ­Ο­ΤΗ­ΤΑ ΤΟΥ

ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ­ΣΜΟΥ

 

Ἡ  ἀ­νά­παυ­ση καί ἀ­να­νέ­ω­ση τῶν σω­μα­τι­κῶν δυ­νά­με­ων τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῶ­ν ὑ­πο­ζυ­γί­ων του εἶ­ναι μέ­σα στήν  φρον­τί­δα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό τά πι­ό κά­τω: «Τῇ δέ ἠ­μέ­ρα τῇ ἑ­βδό­μῃ ἀ­νά­παυ­σις, ἵ­να ἀ­να­παύ­ση­ται ὁ βοῦς σου καί τό ὑ­πο­ζύ­γιόν σου καί ἵ­να ἀ­να­ψύ­ξῃ ὁ υἱ­ός σου καί ὁ υἱ­ός τῆς παι­δί­σκης σου»[8] Δη­λα­δή τήν ἕ­βδο­μη ἡ­μέ­ρα θά  γί­νε­ται ἀ­νά­παυ­ση, γι­ά νά  ξε­κου­ρά­ζον­ται τά βό­δια σου καί τά ἄ­λο­γά σου, ὅ­πως ἐ­πί­σης θά ἀ­να­παύ­ε­ται τό παι­δί σου καί τό παι­δί τῆς ἐρ­γά­τριας σου.

Ἐ­πει­δή με­τά τήν ἁ­μαρ­τί­α ἡ ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων θά γι­νό­ταν πο­λύ κου­ρα­στι­κή, ἐ­κτός τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ξε­κού­ρα­σης, τῆς νύ­χτας, με­ρί­μνη­σεν ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ός γι­ά νά ἔ­χει καί  μι­ά ἄλ­λη εὐ­και­ρί­α πού θά ξε­κου­ρά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο τό σῶ­μα του, ἀλ­λά καί ἡ  ψυ­χή του·  ἔ­τσι ὥ­ρι­σε καί τήν  ἕ­βδο­μη ἡ­μέ­ρα, ὥ­στε νά ἔ­χει πραγ­μα­τι­κή ξε­κού­ρα­ση καί ἀ­να­νέ­ω­ση, γι­ά νά μπο­ρέ­σει νά ἀν­τέ­ξει στίς δύ­σκο­λες μέ­ρες τῆς  ζω­ῆς του πού ἔ­γι­ναν πο­λύ κου­ρα­στι­κές ἕ­νε­κα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας του.

Αὐ­τά βέ­βαι­α ἴ­σχυ­αν γι­ά τό λα­ό τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ πού  ἐ­φάρ­μο­ζε τό ξη­ρό γράμ­μα τοῦ νό­μου. Αὐ­τά ὅ­μως ἰ­σχύ­ουν καί  γι­ά μᾶς τό νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ τῆς χά­ρι­τος, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἐ­πει­δή δέν κα­ταρ­γή­θη­καν ἀλ­λά συμ­πλη­ρώ­θη­καν, ἔ­γι­ναν νέ­α ἀ­πό τόν Χρι­στό καί φαί­νε­ται ἀυ­τό ἀ­πό τή σύγ­κρι­ση τῆς Συ­να­γω­γῆς μέ τήν ἐκ­κλη­σί­α μας. Οἱ Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες τό­τε δέ­χον­ταν τίς ὁ­δη­γί­ες τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τό Μω­ϋ­σῆ. Στή Συ­να­γω­γή δι­ά­βα­ζαν τό Νό­μο καί προ­σεύ­χον­ταν χω­ρίς νά μπο­ροῦν ὅ­μως νά ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη τά πα­ράγ­μα­τα ἔ­γι­ναν ἀ­συγ­κρί­τως κα­λύ­τε­ρα.

Ἐ­κτός ἐ­κεί­νων τῶν προ­σταγ­μά­των πού  ἔ­δω­κε στο Μω­ϋ­σῆ, ἦλ­θεν ὁ ἴ­διος ὀ Θε­ός καί ὄ­χι μό­νο μί­λη­σε μέ τόν ἄν­θρω­πο, ἄλ­λά θυ­σι­ά­στη­κε γι­ά τόν ἄν­θρω­πο, πῆ­ρε τά δι­κά μας, τή σάρ­κα μας, καί τήν ἔ­κα­νε σάρ­κα Του, την ὁ­ποί­α προ­σφέ­ρει σε κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α και μᾶς κα­λεῖ να με­τα­λά­βου­με, νά μᾶς κα­θα­ρί­σει ἀ­πό τις ἁ­μαρ­τί­ες μας,να μᾶς ἁ­γιά­σει, να μᾶς φω­τί­σει και νά μᾶς θε­ώ­σει.

Γι­ά ὅ­λους αὐ­τούς τούς λό­γους καί πολ­λούς ἄλ­λους πού δέν ἀ­να­φέ­ρου­με, ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε τα­κτι­κά του­λά­χι­στον τίς Κυ­ρια­κές,  ἄν θέ­λου­με νά λε­γό­μα­στε χρι­στια­νοί καί ἄν θέ­λου­με νά  εἰ­σέλ­θου­με στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καί στήν αἰ­ώ­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῶν  παι­δι­ῶν Του. Ὅ­ποι­ος δέν ἀρ­χί­σει ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή νά μπαί­νει στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, στήν  ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ποι­ος δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται, δέ θά μπο­ρέ­σει τε­λι­κά νά μπεῖ στόν Πα­ρά­δει­σο τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­κεῖ­νος πού δέν ἔ­χει τήν ἐκ­κλη­σί­α μη­τέ­ρα δέ θά ἔ­χει οὔ­τε τό Θε­ό πα­τέ­ρα κα­τά τόν ἅ­γιο Κύ­ριλ­λο.

Ἐ­πει­δή ἴ­σως νά προ­βλη­θεῖ ἡ ἐ­ρώ­τη­ση: « Ἡ τέ­ταρ­τη Ἐν­το­λή μι­λᾶ γι­ά τό Σάβ­βα­το, γι­ά ἐκ­κλη­σια­σμό, ἐ­μεῖς για­τί μι­λοῦ­με γι­ά Κυ­ρια­κή;» Θά ἐ­ξη­γή­σου­με πιό κά­τω γιά τήν ἀλ­λα­γή αὐ­τή

Στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐκ­κλη­σί­ας φαί­νε­ται ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἀλ­λα­γή ἔ­γι­νε πο­λύ ἐ­νω­ρίς ἀ­πό τούς ὁ­πα­δούς τοῦ Να­ζω­ραί­ου. Γι­ά τό λό­γο ὅ­τι ἡ Κυ­ρια­κή ἀ­πό τήν  ὀ­νο­μα­σί­α της εἶ­ναι ἡ ἡ­μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου.  Τήν ἡ­μέ­ρα αὐ­τήν ἔ­γι­ναν σπου­δαῖ­α γε­γο­νό­τα πού ση­μά­δε­ψαν τήν ἡ­μέ­ρα. Κυ­ρια­κή ἡ­μέ­ρα ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Χρι­στός, Κυ­ρια­κή τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον κα­τῆλ­θεν στούς Ἀ­πο­στό­λους καί  θε­με­λί­ω­σε τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ Κυ­ρια­κή, ὅ­πως λέ­νε οἱ Πα­τἐ­ρες τῆς ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι τό σύμ­βο­λο τοῦ νέ­ου αἰ­ώ­να, εἶ­ναι μέ­ρα χα­ρᾶς καί εὐ­φρο­σύ­νης. Ἡ ἀλ­λα­γή ἔ­γι­νε πο­λύ ἐ­νω­ρίς καί γι­ά νά δι­α­χω­ρή­σουν οἱ χρι­στια­νοί ἀ­πό τούς Ἑ­βραί­ους, για­τί στή­ν ἀρ­χή σύ­χνα­ζαν στό Να­ό τῶν  Ἑ­βραί­ων.

Ὁ Ἰ­ου­στῖ­νος ὁ Φι­λό­σο­φος καί μάρ­τυς, γρά­φει στόν Αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­τω­νῖ­νο τόν εὐ­σε­βῆ (138-161μ­Χ.) τά ἑ­ξῆς:« Κα­τά δέ τήν ἡ­μέ­ραν τήν λε­γο­μέ­νην τοῦ ἡ­λί­ου (τήν Κυ­ρια­κή), γί­νε­ται συ­νέ­λευ­σις εἰς τό αὐ­τό μέ­ρος ὅ­λων τῶν πι­στῶν,  εἴ­τε εἰς πό­λεις εἴ­τε εἰς τήν ὑ­παι­θρον κα­τοι­κούν­των καί ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται τά ὑ­πο­μνή­μα­τα τῶν ἀ­πο­στό­λων ἤ τά συγ­γράμ­μα­τα τῶν προ­φη­τῶν, ὅ­σον ἐ­πι­τρέ­πει ὁ χρό­νος, ἐ­πει­τα ἀ­φοῦ παύ­ση ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ὁ προ­ε­στώς νου­θε­τεῖ δι­ά λό­γου καί προ­σκα­λεῖ εἰς μί­μη­σιν τῶν κα­λῶν τού­των… Προ­σφέ­ρε­ται ἄρ­τος καί οἶ­νος καί με­τά ὅ­λοι με­τα­λαμ­βά­νουν ἀ­πό τά κα­θη­γι­α­σθέν­τα καί εὐ­χα­ρι­στοῦν τόν Θε­ό»­.(1η Ἀ­πο­λο­γί­α).

Αὐ­τή εἶ­ναι μι­ά ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες γι­ά τήν  ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τοῦ Σαβ­βά­του μέ τήν Κυ­ρια­κή, μαρ­τυ­ρί­α πού  δεί­χνει τήν  πρώ­ϊ­μη ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τοῦ Σαβ­βά­του μέ τήν Κυ­ρια­κή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.ΠΡΟ­Ϋ­ΠΟ­ΘΕ­ΣΗ ΣΥΜ­ΜΕ­ΤΟ­ΧΗΣ

ΣΤΗ ΘΕΙΑ  ΛΑ­ΤΡΕΊ­Α

 

 Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος στόν τρῖ­το λό­γο του στην πρός Ἑ­φε­σί­ους ἐ­πι­στο­λή τοῦ Παύ­λου, καυ­στη­ριά­ζει τήν  συμ­πε­ρι­φο­ρά ἐ­κεί­νων τῶν χρι­στια­νῶν πού προ­σέρ­χον­ται χω­ρίς προ­ε­τοι­μα­σί­α καί προ­χει­ρό­τη­τα γιά νά ἐκ­κλη­σια­σθοῦν, καί δέν κοι­νω­νοῦν γιά νά πά­ρουν μέ­σα τους τή ζω­ή καί τήν ἀ­θα­να­σί­α. Σ’ αὐ­τούς ὑ­πο­δει­κνύ­ει τόν κίν­δυ­νο πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή στά­ση αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν. Ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τά λε­γό­με­να τοῦ ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου.

Λαμ­βά­νει σάν πα­ρά­δειγ­μα τό  σῶ­μα καί λέ­γει∙­«­.­..Ὅ­ταν τό σῶ­μα δέν λαμ­βά­νη τρο­φήν, ὄ­ταν οἰ πό­ροι του ἀ­πο­κλει­σθοῦν, τό­τε νε­κροῦ­ται∙ ὅ­ταν κλει­σθοῦν οἰ ἀ­γω­γοί κα­τα­στρέ­φε­ται. Ἔ­τσι καί ἐ­μεῖς, ὅ­ταν ἀ­πο­φρά­ξω­μεν τήν ἀ­κο­ήν εἰς ὅ­σα ὠ­φε­λοῦν, κα­τα­στρέ­φε­ται ἡ ψυ­χή μας∙ ὅ­ταν δέν λαμ­βά­νω­μεν πνευ­μα­τι­κήν τρο­φήν, ὅ­ταν ὡ­ρι­σμέ­ναι πο­νη­ρί­αι  δι­ε­φθαρ­μέ­νων ἀν­τί διά ζω­ο­γό­νους χυ­μούς μᾶς μο­λύ­νουν, ὅ­λα αὐ­τά γεν­νοῦν τήν νό­σον, νό­σον φο­βε­ράν, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­περ­γά­ζε­ται σῆ­ψιν∙ καί θά χρεια­σθῆ ἐ­κεῖ­νο τό πῦρ, θά χρεια­σθεῖ νά χω­ρι­σθῆ εἰς τά δύ­ο. Δι­ό­τι δέν ἀ­νέ­χε­ται ὁ Χρι­στός νά εἰ­σέλ­θη εἰς τόν νυμ­φῶ­να μέ τέ­τοι­ο σῶ­μα. Ἐ­άν ἐ­κεῖ­νον ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ρυ­πα­ρά ἐν­δύ­μα­τα ἀ­πε­μά­κρυ­νε καί ἐ­ξέ­βα­λε ἀ­πό τόν νυμ­φῶ­να, τί δέν θά κά­νει εἰς ἐ­κεῖ­νον ὁ ὀ­ποῖ­ος μο­λύ­νει τό σῶ­μα; Τί δέν θά τοῦ ἐ­πι­βά­λη;»

Πρέ­πει λοι­πόν κά­θε χρι­στια­νός πού θέ­λει νά  συμ­με­τέ­χει στή Θεί­α Λα­τρεί­α, πρίν εἰ­σέλ­θει, νά ἔ­χει κα­θα­ρό τό σῶ­μα καί τή ψυ­χή, νά ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει τίς πλη­γές πού τοῦ προ­κά­λε­σε ἡ  ἁ­μαρ­τί­α, μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του∙ ἄν εἰ­σέλ­θει καί πα­ρα­κο­λου­θεῖ τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α μέ ἔ­νο­χη ψυ­χή καί σῶ­μα θά ὑ­πο­στεῖ τρο­με­ρές συ­νέ­πει­ες[9].

 

 

 

 

7.ΚΥ­ΡΙ­Ώ­ΤΕ­ΡΟΣ ΣΚΟ­ΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ­ΣΜΟΥ

ΣΤΗΝ Ε­ΠΟ­ΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙ­ΝΗΣ ΔΙ­Α­ΘΗ­ΚΗΣ

 

Ὅ­πως ἔ­χου­με δεῖ πιό πά­νω, ἡ ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ∙  καί γιά νά κρα­τη­θεῖ στή ζω­ή κά­θε ζων­τα­νό σῶ­μα ἤ ὀρ­γα­νι­σμός χρει­ά­ζε­ται τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη δι­α­τρο­φή, ἀλ­λά καί φρον­τί­δα.  Ἔ­τσι καί ἡ ἐκ­κλη­σί­α χρει­ά­ζε­ται τρο­φή, φρον­τί­δα καί τήν ἀ­νά­λο­γη πε­ρι­ποί­η­ση. Γι’ αὐ­τά βέ­βαι­α φρόν­τι­σε ἡ κε­φα­λή τοῦ σώ­μα­τος, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός μέ δύ­ο κι­νή­σεις. 1) Ἐ­φο­δί­α­σε τήν ἐκ­κλη­σί­α μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα φάρ­μα­κα, εὐ­θύς με­τά τήν ἀ­νά­στα­σή Του, γιά νά θε­ρα­πεύ­ει τίς πλη­γές τῶν με­λῶν της. Τά φάρ­μα­κα αὐ­τά εἶ­ναι τά δι­ά­φο­ρα Μυ­στή­ρια πού τε­λοῦν­ται στήν ἐκ­κλη­σί­α, καί 2) γιά τή δι­α­τρο­φή καί τήν ἀ­νά­πτυ­ξή της, ἔ­δω­σε τό ἴ­διό του τό σῶ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο προ­σφέ­ρε­ται σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Ἔ­τσι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού συ­νά­γε­ται κά­θε Κυ­ρια­κή στό να­ό, ἡ ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι νά με­τά­σχει στό Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, γιά νά τρα­φεῖ, νά ζή­σει καί νά προ­ο­δεύ­σει πνευ­μα­τι­κά κά­θε μέ­λος τοῦ σώ­μα­τος. Αὐ­τή ἡ συμ­με­το­χή στήν τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­ταν γί­νε­ται σω­στά καί μέ ἐ­πί­γνω­ση, κα­θα­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό, τόν φω­τί­ζει, τόν ἁ­γιά­ζει καί τόν κα­θι­στᾶ να­ό τοῦ Θε­οῦ καί μέ­το­χο τῆς θε­ώ­σε­ως.

Γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα αὐ­τῆς τῆς συμ­με­το­χῆς βε­βαι­ω­νό­μα­στε  ἄν ρί­ξουμε μιά μα­τιά στούς λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, στά εὐ­αγ­γέ­λια..

Ὄ­ταν ἀ­κό­μα ζοῦ­σε ὁ Κύ­ριος ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.­..ἐ­άν κα­νείς φά­γη ἀ­π’ αὐ­τόν τόν ἄρ­τον, θά ζῆ αἰ­ω­νί­ως»( Ἰ­ω­άν. Στ΄ 48-51) Καί λί­γες μέ­ρες πρίν τή σταύ­ρω­σή Του,  πα­ρέ­δω­σε καί ἐ­θε­σμο­θέ­τη­σε τό αἰ­ώ­νιο Δεῖ­πνο, ἔ­δει­ξε τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά γι­νό­ταν στό μέλ­λο τό θεῖ­ο Δεῖ­πνο γιά να τρέ­φον­ται οἱ πι­στοί.( Ματθ. κστ΄ 26-28) Ὁ Ἴ­διος πά­λιν λέ­γει: «Ἀ­λη­θι­νά, ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­γω, ἐ­άν δέν φά­γε­τε τή σάρ­κα τοῦ  Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν πί­ε­τε τό αἷ­μα του, δέν θά ἔ­χε­τε ζω­ή μέ­σα σας» Ἀ­κό­μα αὐ­τός πού  με­τα­λαμ­βά­νει τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου, ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί Του. «Ὁ τρώ­γων μου τήν σάρ­κα καί πί­νων μου τό αἷ­μα, ἐν ἐ­μοί μέ­νει κἀ­γώ ἐν αὐ­τῷ» (Ἰ­ω­άν. Στ΄ 54).

Ὁ δέ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, γρά­φει στούς χρι­στια­νούς τῆς Κο­ρίν­θου ὅ­τι πα­ρέ­λα­βε τό μυ­στή­ριο τῆς Θεί­α Με­τα­λή­ψε­ως ἀ­πό τόν Κύ­ριο καί τό πα­ρέ­δω­κε σ’ αὐ­τούς, καί πρέ­πει νά συμ­με­τέ­χουν σω­στά, για­τί ἔ­τσι δι­α­κυ­ρήτ­τουν τό θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­χρι πού  ξα­να­έλ­θει στόν κό­σμο. (α΄Κο­ρινθ. Ι­α¨23-26)

Ἔ­τσι λοι­πόν φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού ἡ ἐκ­κλη­σί­α συ­νά­γε­ται μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι ἡ τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί ἡ με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἀ­θα­να­σί­α καί ἡ θε­ο­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α λοι­πόν εἶ­ναι ἡ τρά­πε­ζα πού ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά νά θρέ­ψει τή  ψυ­χή μέ τρο­φή ἀ­θα­να­σί­ας καί αι­ώ­νιας ζω­ῆς. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως οἱ χρι­στια­νοί δέν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται, δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου καί ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα.

Ἐ­νῶ κλη­ρι­κοί και λα­ϊ­κοί θε­ο­λό­γοι, και ἐ­ξο­μο­λό­γοι προ­τρέ­πουν κά­θε χρι­στια­νό νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται τα­κτι­κά, και να ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται και να κοι­νω­νᾶ, ἐ­λά­χι­στους χρι­στια­νούς βλέ­που­με να προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη, ἀλ­λά ὅ­λους τους βλέ­που­με να πα­ρα­κο­λου­θοῦν τη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, πρᾶγ­μα πού κα­τά  τόν  ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο εἶ­ναι ἄ­το­πο και ζη­μι­ο­γό­νο, ἐ­άν πα­ρα­κο­λου­θοῦν τη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέ συμ­με­τέ­χουν στήν Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρίς να δι­α­φω­τί­ζει κα­νείς αὐ­τούς τούς  χρι­στια­νούς, ἀλ­λ’ οὔ­τε και να τους κα­θο­δη­γή­σει πῶς πρέ­πει νά ἐ­νερ­γοῦν για να εἶ­ναι σί­γου­ρα στό δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Ἐ­πι­κρα­τεῖ μιά ἄ­γνοι­α καί ἀ­κα­τα­στα­σί­α με­τα­ξύ των χρι­στια­νῶν καί θά ἔ­πρε­πε ἡ δι­οι­κοῦ­σα ἐκ­κλη­σί­α νά ἐν­δι­α­φερ­θεῖ καί νά δι­α­φω­τί­σει τούς χρι­στια­νούς.

Ἔ­χου­με σή­με­ρα ἐ­νώ­πιόν μας δύ­ο θέ­μα­τα∙ α) ἡ συμ­με­το­χή στή  Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί  στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη. Καί β) ἡ συμ­με­το­χή στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀλ­λά ό­χι στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη.

Καί τά δύ­ο θέ­μα­τα πού προ­βά­λα­με πιό πά­νω, ἀ­φο­ροῦν τούς  ἰ­δί­ους χρι­στια­νούς· ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται καί προ­σέρ­χον­ται ἄ­ξια στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη, ἀλ­λά με­ρι­κές φο­ρές το χρό­νο. Οἱ ἴ­διοι χρι­στια­νοί, ἀλ­λά καί με­ρι­κοί ἄλ­λοι προ­σέρ­χον­ται στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α κά­θε Κυ­ρια­κή ἤ γι­ορ­τή καί δέ συμ­με­τέ­χουν στή Θεί­α Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἐ­δῶ εἶ­ναι τό με­γά­λο πρό­βλη­μα κα­τά τόν  ἅ­γιο Χρυ­σό­στο­μο.

Στή συ­νέ­χεια θά πα­ρα­θέ­σω ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πό τό λό­γο ἁ­γί­ου πα­τρός γιά να βγά­λου­με τά ἀ­ναγ­καί­α συμ­πε­ρά­σμα­τα. Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἱ­ε­ρός πα­τέ­ρας: «Πο­λούς βλέ­πω νά με­τα­λαμ­βά­νουν α­πό τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἁ­πλῶς καί ὡς ἔ­τυ­χε, καί μᾶλ­λον ἀ­πό συ­νή­θειαν καί ὑ­πο­χρέ­ω­σιν, πα­ρά ἀ­πό στο­χα­σμόν καί γνῶ­σιν. Ὅ­ταν ἔλ­θῃ, λέ­γει, ὀ και­ρός τῆς ἁ­γί­ας τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἤ ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, ὅ­πως κι  ἄν εἶ­ναι κα­νείς, με­τέ­χει τῶν μυ­στη­ρί­ων. Κι  ὅ­μως και­ρός γιά νά προ­σέλ­θης δέν εἶ­ναι τά Θε­ο­φά­νεια, οὔ­τε ἡ τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀλ­λ’ ἡ εἰ­λι­κρί­νεια καί ἡ κα­θα­ρό­της τῆς ψυ­χῆς. ὅ­ταν ἔ­χεις αὐ­τήν, πάν­το­τε νά προ­σέρ­χε­σαι, χω­ρίς αὐ­τήν πο­τέ. «Δι­ό­τι κά­θε φο­ράν πού τρώ­γε­τε τόν ἄρ­τον τοῦ­τον καί πί­νε­τε ἀ­πό τό πο­τή­ριο τοῦ­το, δι­α­κη­ρύσ­σε­τε τόν θά­να­τον τοῦ Κυ­ρί­ου ἕ­ως ὅ­του ἔλ­θει». Δη­λα­δή κά­μνε­τε ὑ­πό­μνη­σιν τῆς σω­τη­ρί­ας πού ἐ­δό­θη εἰς ἐ­σᾶς, τῆς ἰ­δι­κῆς μου εὐ­ερ­γε­σί­ας. Σκέ­ψου, ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι με­τεῖ­χον εἰς τήν θυ­σί­αν εἰς τήν πα­λαι­άν ἐκ­κλη­σί­αν, μέ πό­ση φει­δώ προ­σήρ­χον­το∙ τί δέ ἔ­κα­μνον; Τί πα­ρέ­λει­πον; Πάν­το­τε ἐ­κα­θα­ρί­ζον­το. Ἐ­νῶ ἐ­σύ προ­σερ­χό­με­νος εἰς θυ­σί­αν, τήν ὁ­ποί­αν καί οἱ ἄγγε­λοι φρίτ­τουν, θε­ω­ρεῖς ὄ­τι τό πρᾶγ­μα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τάς χρο­νι­κάς πε­ρι­ό­δους;

 

Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρευ­ρί­σκον­ται στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέ με­τα­λαμ­βά­νουν λέ­γει∙ «Ὤ τί συ­νή­θεια, ὤ τί πρό­λη­ψις! Εἰς μά­την γί­νε­ται θυ­σί­α κα­θη­με­ρι­νῶς, εἰς μά­την πα­ρι­στά­με­θα εἰς τό θυ­σι­α­στή­ριον, δι­ό­τι κα­νείς δέν με­τέ­χει.»

Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν με­τα­λαμ­βά­νουν λέ­γει∙  «Λέ­γω αὐ­τά, ὄ­χι νά με­τέ­χε­τε ὄ­πως τύ­χη, ἀλ­λά διά νά προ­ε­τοι­μά­ζε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας, ὥ­στε νά γί­νε­σθε ἄ­ξιοι. Δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος τῆς θυ­σί­ας, οὔ­τε τῆς με­τα­λή­ψε­ως. Λοι­πόν δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος οὔ­τε εἰς τάς εὐ­χάς τῆς με­τα­λή­ψε­ως νά πα­ρί­στα­σαι .Ἀ­κοῦς τόν ἱ­ε­ρέ­α νά ἵ­στα­ται καί νά λέ­γει.­..νά ἀ­πέλ­θε­τε ὅ­σοι δέν ἠμ­πο­ρεῖ­τε νά προ­σφέ­ρε­τε δέ­η­σιν, σύ ἵ­στα­σαι μέ θρα­σύ­τη­τα; Δέν εἶ­σαι ὅ­μως ἀ­πό τούς με­τα­νο­ο­ῡν­τας, ἀλ­λά δύ­να­σαι νά με­τά­σχης, καί δέν φρον­τί­ζεις κα­θό­λου, θε­ω­ρεῖς τό πρᾶγ­μα ὡς ἀ­σή­μαν­το; Πρό­σε­χε σέ πα­ρα­κα­λῶ∙ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τρά­πε­ζα βα­σι­λι­κή, ὑ­πη­ρε­τοῦν εἰς τήν τρά­πε­ζαν ἄγ­γε­λοι, πα­ρευ­ρί­σκε­ται αὐ­τός ὁ ἴ­διος ὁ βα­σι­λεύς, καί σύ ἵ­στα­σαι καί χα­σμου­ρι­έ­σαι.­.. ἔρ­χε­ται (ὁ Κύ­ριος) κά­θε φο­ρά διά νά ἴ­δη ὅ­σους με­τέ­χουν, συ­νο­μι­λεῖ μέ ὅ­λους∙ καί τώ­ρα εἰς τήν συ­νεί­δη­σιν θά εἴ­πη, φί­λοι, πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χε­τε ἔν­δυ­μα γά­μου; Δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες εἰς τήν τρά­πε­ζαν; ἀλ­λά πρίν κα­θί­ση, λέ­γει εἰς αὐ­τόν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος καί νά εἰ­σέλ­θῃ ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες, ἀλ­λά, δια­τί εἰ­σῆλ­θες; (Δές τήν πα­ρα­βο­λή τῶν βα­σι­λικῶν γά­μων).(Ματθ. Κβ΄2-14)

 

          Στή συ­νέ­χεια ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σέ ἐ­κεί­νους πού  πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν με­τα­λαμ­βά­νουν, λέ­γει: «Αὐ­τά καί τώ­ρα λέ­γει πρός ὅ­λους ἐ­μᾶς, οἰ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­ναι­σχυν­τί­αν καί μέ θρά­σος ἱ­στά­με­θα ἐ­δῶ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει εἰς  τά μυ­στή­ρια, εἶ­ναι ἀ­ναί­σχυν­τος καί θρα­σύς ὅ­ταν ἵ­στα­ται εἰς τό να­όν. Διά τοῦ­το ἐκ­βάλ­λον­ται ἀ­πό τό να­όν ὅ­σοι εὑ­ρί­σκον­ται εἰς κα­τά­στα­σιν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος.­.. Εἰ­πέ μου, ἐ­άν κά­ποι­ος προ­σκε­κλη­μέ­νος εἰ τήν τρά­πε­ζαν, ἀ­φοῦ νί­ψη τάς χεῖ­ρας καί κα­θί­σῃ καί ἑ­τοι­μα­σθῇ διά τό φα­γη­τό, ὕ­στε­ρον ὅ­μως δέν με­τέ­χει, δέν προ­σβάλ­λει ἐ­κεῖ­νον ὀ ὀ­ποῖ­ος τόν ἐ­κά­λε­σε; Δέν ἦ­το κα­λύ­τε­ρον αὐ­τός νά μή ἔλ­θῃ; Ἔ­τσι λοι­πόν καί σύ ἦλ­θες, ἔ­ψαλ­λες τόν  ὔ­μνο μα­ζί μέ ὅ­λους, ὡ­μο­λό­γη­σες ὅ­τι εἶ­σαι ἄ­ξιος κα­θ’­ ὅ­σον δέν ἔ­φυ­γες μα­ζί μέ τούς ἀ­να­ξί­ους∙ πῶς ἔ­μει­νες καί δέν με­τέ­χεις εἰς τήν τρά­πε­ζαν;­.­.­.»

          Συ­νε­χί­ζον­τας προ­τρέ­πει ὅ­σους δέν θά  με­τα­λά­βουν νά μήν μεί­νουν στήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου∙ «ὄ­ταν ὄ­μως πα­ρευ­ρί­σκε­σαι (στό να­ό) κα­τά τήν  ὥ­ρα τοῦ μυ­στη­ρί­ου, φύ­γε ἔ­ξω∙ δι­ό­τι δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται εἰς σέ νά πα­ρα­μέ­νης πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­π’ ὅ­σον ἕ­νας κα­τη­χού­με­νος

 (Ἀ­πό τόν τρῖ­το λό­γο τοῦ Ι­ω­άν­νου του Χρυ­σο­στό­μου στήν προς Ἐ­φε­σί­ους ἐ­πι­στο­λήν)

Πιό εἶ­ναι λοι­πόν τό συμ­πέ­ρα­σμα τῶν ὅ­σων ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιός μας; Σί­γου­ρα τό συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι ὅ­τι δέν γί­νε­ται νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ κά­ποι­ος τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α χω­ρίς νά  εἶ­ναι ἄ­ξιος νά κοι­νω­νή­σει.­

Ἐ­δῶ ὄ­μως προ­κύ­πτει ἀ­μέ­σως τό ἐ­ρώ­τη­μα∙ Τί πρέ­πει νά γί­νει; Νά μήν ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε ἀ­φοῦ δέ θά με­τα­λά­βου­με; Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό ἡ ἀ­πἀν­τη­ση εἶ­ναι: Νά φροντί­ζου­με νά  κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά ἐκ­κλησι­α­ζό­μα­στε καί νά με­τέ­χου­με τῆς τρά­πε­ζας τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­ξί­ως, ὅ­πως γι­νό­τα­νε στήν  ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α∙ ἄν θέ­λου­με νά εἴ­μα­στε ζων­τα­νά μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ.

 

Ἀ­πό τήν πο­λύ­χρο­νη ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή πεῖ­ρα, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ἠ κα­τά­στα­ση μπο­ρεῖ νά δι­ορ­θω­θεῖ ἄν  ὄ­λοι οἱ ἐ­ξο­μο­λό­γοι ἀ­να­λά­βουν μιά συ­νε­χεῖ προ­σπά­θεια νά δι­α­φω­τί­σουν τούς χρι­στια­νούς ποι­ά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να τά ἀ­μαρ­τή­μα­τα πού ἐμ­πο­δί­ζουν τή θεί­α Με­τά­λη­ψη καί ποι­ά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή  θεί­α Με­τά­λη­ψη.

Ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα πού ἐμ­πο­δί­ζουν τήν θεί­α Με­τά­λη­ψη εἶ­ναι: Φι­λαυ­τί­α, ὑ­πε­ρη­φά­νεια, φι­λαρ­γυ­ρί­α, πορ­νεί­α, φθό­νος, γα­στρι­μαρ­γί­α, θυ­μός καί ἀ­μέ­λεια.Τά με­γά­λα αὐ­τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα οἰ  πε­ρισ­σό­τε­ροι χρι­στια­νοί τά ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν καί κα­θα­ρί­στη­καν καί δέν τά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν.

Μέ­νουν λοι­πόν τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα τῶν δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων, τά ὁ­ποί­α εἶ­ναι μέν ἁ­μαρ­τή­μα­τα, πλη­γές, ἀλ­λά δέν προ­κα­λοῦν θά­να­το ἐ­πει­δή εὔ­κο­λα θρα­πεύ­ον­ται μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Εἶ­ναι οἰ ἀ­δυ­να­μί­ες τῆς τρε­πτῆς μας φύ­σε­ως, οἱ ὁ­ποῖ­ες δύ­σκο­λα ἀ­πο­φεύ­γον­ται καί αὐ­τό τό γνω­ρί­ζει ὀ Κύ­ριος. Ὅ­σο καί ἄν προ­σέ­ξου­με ἡ ἀ­δύ­να­μη καί τρε­πτή μας φύ­ση θά μᾶς πα­ρα­σύ­ρει καί κά­που θά γλυ­στρή­σου­με.

Αὐ­τό τό ἐ­πι­ση­μαί­νει καί ἡ Γρα­φή∙ ὀ Ἰ­ώβ ἔ­λε­γε: «κα­νέ­νας (ἄν­θρω­πος) δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α» (Ἰ­ώβ 3.2). Ὁ σο­φός Σο­λο­μών: «Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος πού νά μήν ἁ­μαρ­τή­σει» (Γ΄ Βα­σιλ. 8.16) κλπ.

 

Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7, 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά περισσότερη κατα-νόηση.

 

«Ἄλ­λ’ ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τί­νας. Πῶς ὁ  Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος ‘­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει. ‘­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἵ­ε­ρον Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἤ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. ‘­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τή τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, καν   ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νωμέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυ­α­σμού­ς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἔ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὖ­τος ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὀ­λας τάς ἔν­το­λας, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἄ­χρει­οι ἔ­σμεν ὅ­τι ὁ ὤ­φει­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10).

«Ὀ­σω γάρ γί­νε­ται τί­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας τοῦ τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον.

Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τή πα­ρού­ση ζω­ή, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ’ ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὖ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἡ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἡ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν».

Ὑ­πάρ­χουν σί­γου­ρα καί ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὀ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν  ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.

καί ὅ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος ὅ Ἀν­τι­ο­χεί­ας- «εἴ­σι γάρ τι­νές διά χρό­νου με­τα­λαμ­βά­νον­τες, ἔκ­δί­δου­σιν ἑ­αυ­τούς τή ἁ­μαρ­τί­α .­.. Ἄλ­λοι δέ πά­λιν συ­χνο­τέ­ρως με­τα­λαμ­βά­νον­τες, πα­ρα­φυ­λάτ­του­σιν ἑ­αυ­τούς πολ­λά­κις ἀ­πό πολ­λῶν κα­κῶν, φο­βού­με­νοι τό κρί­μα τῆς με­τα­λή­ψε­ως. Ο­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­νά καί εὔ­συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον διά γλώσ­σης,  δί’ ἄ­κο­ῆς δί’ ὄ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι,  κε­νο­δο­ξί­ας,   λύ­πης,   θυ­μο­ϋ,   ἡ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἤ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται». 

 

Νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­χει ξε­κα­θα­ρί­σει τό θέ­μα καί φαί­νε­ται ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο λοι­πόν πού λεί­πει εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια δι­α­φώ­τι­σης τῶν χρι­στια­νῶν γιά να βο­η­θη­θοῦν νά κα­τα­λά­βουν τήν πραγ­μα­τη­κό­τη­τα καί νά μήν ἔ­χουν ἀ­ό­ρι­στες ἐ­νο­χές καί νά στε­ροῦν­ται τοῦ ἄρ­του τῆς ζω­ῆς καί ὄ­χι μό­νο, ἀλ­λά καί νά ἁ­μαρ­τά­νουν κα­τά τόν ἱ­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο.

 Ἀρ­κε­τοί ἀ­πό τούς χρι­στια­νούς πού ἔρ­χον­ται στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση γιά πολ­λά χρό­νια, λέ­νε∙ «δέν ἔ­χω κά­τι πού μέ  βα­ρύ­νει, ἔ­χω τά κα­θη­με­ρι­νά». Δη­λα­δή τίς κα­θη­με­ρι­νές σχέ­σεις μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του καί μέ τίς σχέ­σεις του μέ τούς  συ­να­δέλ­φους του στήν ἐρ­γα­σί­α καί μέ τήν κοι­νω­νί­α γε­νι­κά. Ὅ­πως ἕ­νας λό­γος πα­ρα­πά­νω, ἕ­νας θυ­μός, ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός λο­γι­σμός πού πέ­ρα­σε, μιά συ­ζή­τη­ση, ἤ ἕ­να κου­τσομ­πο­λιό τῆς ὥ­ρας. Δέν πρέ­πει νά ξε­χνοῦ­με ὄ­τι γνω­ρί­ζει ὀ Θε­ός τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας καί τήν εὔ­κο­λη με­τα­βο­λή μας καί εὔ­κο­λα μᾶς κα­θα­ρί­ζει ὅ­ταν τά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με αὐ­τά. Αὐ­τό βγαί­νει μέ­σα ἀ­πό ὅ­σα λέ­χθη­καν πιό πά­νω.

 

Ἄς ἀρ­χί­σει λοι­πόν μιά πραγματική καί συνεχής  προ­σπά­θεια ἀπό τούς ἐ­ξο­μο­λό­γους, νά δι­α­φω­τί­σουν πλήρως τούς χρι­στια­νούς, νά ὁ­δη­γη­θοῦν στή συ­χνή θεί­α Με­τά­λη­ψη. Για­τί ὅ­ταν κά­ποι­ος θά κοι­νω­νᾶ συ­χνά, θά προ­σέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο τή δι­α­γω­γή του καί σί­γου­ρα θά προ­ο­δεύ­ει μνευ­μα­τι­κά ἔ­στω κι’ ἄν κά­πο­τε πέ­φτει σέ κά­ποι­ο συ­γνω­στό ἁ­μάρ­τη­μα, τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου θά τόν κα­θα­ρί­ζει πάν­το­τε, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει πιό πά­νω καί ὁ Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.

      Εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὁ­τι τό θέ­μα τῆς  προ­ε­τοι­μα­σί­ας δέν εἶ­ναι τό­σο πο­λύ δύ­σκο­λο ό­σο τό πα­ρου­σι­ά­ζου­με∙ ἄν τό ἀ­πο­φα­σί­σει ὁ χρι­στια­νός, ὁ χρι­στια­νός πού ἀ­γα­πᾶ τόν Χρι­στό καί θέ­λει νά  εἰ­σέλ­θει στή βα­σι­λεί­α Του. Δύ­σκο­λο τό κά­νει τό δι­κό μας θέ­λη­μα καί οἱ μι­κρές μας ἀ­δυ­να­μί­ες πού τίς ἐκ­με­τα­λεύ­ε­ται ὁ σα­τα­νᾶς καί μᾶς πα­ρα­σύ­ρει στό θέ­λη­μά του. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γα­πᾶ τό Θε­ό καί πο­θεῖ τόν Πα­ρά­δει­σο, ὑ­πο­τά­ξει τό θέ­λη­μά του στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τό­τε γί­νον­ται εὔ­κο­λα τά πράγ­μα­τα ἐ­πει­δή βο­η­θᾶ καί ὁ Θε­ός. Ὁ χρι­στια­νός σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση πού νο­μί­ζει ὄ­τι θά ἁ­μαρ­τή­σει, ἄς θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πεν ὀ Πάγ­καλ­λος Ἰ­ω­σήφ ὁ­ταν τόν προ­κα­λοῦ­σε ἡ ἁ­μαρ­τί­α: «Δέν πρό­κει­ται νά κά­νω τό πο­νη­ρό τοῦ­το πρᾶγ­μα ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου» Ἄς  συ­ναι­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι βρι­κό­μα­στε πάν­το­τε κά­τω ἀ­πό τό ἄ­γρυ­πνο μά­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μέ τή βο­ή­θειά του θά μπο­ροῦ­με σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α νά με­τα­λαμ­βά­νου­με ἀ­πό τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα Του.

Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α καί πολ­λοί χρι­στια­νοί πού ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί  δέν ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται εἴ­τε τούς ἐμ­πο­δί­ζει ὀ ἐ­γω­ϊ­σμός τους καί ἡ ἄ­γνοι­ά τους ἀ­κό­μα, καί κοι­νω­νοῦν με­ρι­κές φο­ρές τίς με­γά­λες γι­ορ­τές καί τοῦ­το εἰ κα­τά­κρι­μά τους. Γι’ αὐ­τούς θά πρέ­πει νά ἀ­να­λη­φθεῖ με­γά­λη ἐκ­στρα­τεί­α συ­νε­χοῦς δι­α­φώ­τι­σης καί νά μήν πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε στίς συ­νή­θεις πα­ρο­τρύν­σεις πού  γί­νον­ται πρό­χει­ρα καί προ­σω­ρι­νά με μη­δα­μι­νά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Μό­νο μιά δυ­να­μι­κή ἐ­πέμ­βα­ση πά­νω σέ σω­στή καί ὠρ­γα­νω­μέ­νη βά­ση, μέ προ­φο­ρι­κό καί ἔν­τυ­πο λό­γο καί τήν ὁ­ποί­α θά συν­το­νί­ζει ἡ κά­θε Μη­τρό­πο­λη, στήν ὁ­ποί­α θά  στρα­τευ­θοῦν κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί θε­ο­λό­γοι, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ καί τήν ἀ­γά­πη πρός τόν ἄν­θρω­πο ἴ­σως θά φέ­ρει τά πο­θού­με­να ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα γιά νά βλέ­που­με τούς χρι­στια­νούς μας νά με­τέ­χουν στό σω­στι­κό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως.

 

Αὐ­τά γιά τή συμ­με­το­χή στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α.

Μιά ἀ­κό­μα ἀ­τα­ξί­α θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στή συ­νέ­χεια, πού ἀ­φο­ρᾶ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά μέ­σα στό να­ό, συμ­πε­ρι­φο­ρά τήν ὀ­πί­α πρέ­πει νά δι­ορ­θώ­σου­με γιά τήν εὐ­τα­ξί­α μέ­σα στό να­ό τήν ὥ­ρα τοῦ Ὄρ­θρου καί τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.

 

8. ΠΩΣ ΠΡΕ­ΠΕΙ ΝΑ  ΣΥΜ­ΠΕ­ΡΙ­ΦΕΝ­ΤΑΙ ΟΙ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙ­Α­ΖΌ­ΜΕ­ΝΟΙ

 

Ἄν πεί­σθη­κες ὅ­τι ἔ­χεις πνευ­μα­τι­κό συμ­φέ­ρο καί πρέ­πει νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­σαι, ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη, θά πρέ­πει νά  γνω­ρί­ζεις καί πῶς θά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι μέ­σα στό Να­ό. Ὁ ἀ­πό­στο­λος λέ­γει, « Πάν­τα εὐ­σχη­μό­νως καί κα­τά τά­ξιν γι­νέ­σθω» [10]  Δη­λα­δή οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι τῆς τά­ξε­ως καί τῆς εὐ­πρέ­πειας καί ὄ­χι ἄν­θρω­ποι ἀ­κα­τα­στα­σί­ας καί θο­ρύ­βου, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς συμ­βαί­νει σέ  με­ρι­κούς Να­ούς μας  κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.

Συ­νή­θει­ες πού προ­κα­λοῦν τό θό­ρυ­βο καί τήν ἀ­κα­τα­στα­σί­α, καί πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γον­ται εἶ­ναι οἱ ἑ­ξῆς:

Α) Οἱ ἄ­σκο­πες κι­νή­σεις, οἱ ὁ­μι­λί­ες με­τα­ξύ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νων, ἡ προ­σκύ­νη­ση τῶν εἰ­κό­νων σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή,  οἱ ὁ­μι­λί­ες μέ τό δι­πλα­νό, ἀ­κό­μα καί μι­ά κα­λή πρά­ξη, τό ἄ­ναμ­μα κε­ρι­ῶν ὅ­ταν δι­α­βά­ζον­ται τά Εὐ­αγ­γέ­λια, γί­νον­ται ὅ­λα αὐ­τά αἰ­τί­α θο­ρύ­βου καί ἀ­τα­ξί­ας.

Β)Γι­ά ἀ­πο­φύ­γου­με τό θό­ρυ­βο καί τήν ἀ­τα­ξί­α μέ­σα στήν ἐκ­κλη­σί­α μας, θά συμ­βου­λεύ­α­με τό χρι­στια­νό τά ἀ­κό­λου­θα:  Μπαί­νον­τας στό Να­ό, ὁ χρι­στια­νός, ἄν δι­α­βά­ζε­ται τήν  ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ὁ «Ἐ­ξά­ψαλ­μος» θά στα­θεῖ ἀ­κί­νη­τος καί μό­λις τε­λει­ώ­σει τό δι­ά­βα­σμα θά προ­χω­ρή­σει νά ἀ­νά­ψει τό κε­ρί του καί νά προ­σκυ­νή­σει τίς εἰ­κό­νες. Αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πε­ται μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά  ἀρ­χί­σει ἡ με­γά­λη Δο­ξο­λο­γί­α. Ἀ­πό τήν ὥ­ρα ὅ­μως πού ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λε­ται ἡ δο­ξο­λο­γί­α καί μπρός, ὅ­ταν μπεῖ στό να­ό θά  ἀ­νά­ψει μέ προ­σο­χή τό κε­ρί ­του, θά προ­σκυ­νή­σει τήν  εἰ­κό­να στό προ­σκυ­νη­τά­ρι καί μέ  προ­σο­χή, χω­ρίς θό­ρυ­βο θά  βρεῖ κά­ποι­ο τό­πο νά πα­ρα­μεί­νει καί μέ  κα­τά­νυ­ξη νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ­χρι τό τέ­λος τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Χω­ρίς κου­βέν­τα μέ τό δι­πλα­νό πού συ­νή­θως γί­νε­ται καί δέν προ­σέ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι στά τε­λού­με­να. Θά ἦ­ταν κα­λό καί ὠ­φέ­λι­μο νά κρα­τοῦν οἱ χρι­στια­νοί ἕ­να ἐγ­κόλ­πιο τῆς Θεί­ας Λε­ο­τουρ­γί­ας καί νά πα­ρα­κο­λου­θοῦν γι­ά νά μήν  ἀ­πο­σπᾶ­ται ἡ προ­σο­χή τους

Γ) Κά­τι ἄλ­λο πού πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γε­ται εἶ­ναι ἡ συ­νή­θεια με­ρι­κῶν, ὅ­ταν θά  τούς κα­λέ­σει ὁ λει­τουρ­γός νά κοι­νω­νή­σουν τρέ­χουν καί σκουν­τοῦν γι­ά νά προ­σκυ­νή­σουν καί δη­μι­ουρ­γοῦν με­γά­λο θο­ρυ­βο.  Ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή, ἔ­χεις ἀ­δελ­φέ μου μπρο­στά ­σου τό Βα­σι­λέ­α τοῦ κό­σμου καί τρέ­χεις νά προ­σκυ­νή­σεις τούς δού­λους Του; Εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­χρεί­α­στο αὐ­τό καί δέν πρέ­πει νά γί­νε­ται. Ἀ­φοῦ καί μι­ά ὑ­πό­κλη­ση εἶ­ναι προ­σκύ­νη­ση. Ἀλ­λά καί τό σκούν­τη­μα τήν ὥ­ρα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­σέ­βεια.  Τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἄν εἴ­μα­στε σω­στοί χρι­στια­νοί καί ἀ­δελ­φοί ἐν Χρι­στῷ θά δί­να­με προ­τε­ρε­ό­τη­τα στούς ἄλ­λους καί ὄ­χι νά βι­α­ζό­μα­στε καί νά δη­μι­ουρ­γοῦ­με θό­ρυ­βο.

Ἐ­κεῖ­νο πού πρέ­πει νά ἔ­χει στό νοῦ του κά­θε ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νος εἶ­ναι: Νά ἀ­φή­νει ἐ­κτός τοῦ να­οῦ τίς  ἐρ­γα­σί­ες του τίς μέ­ρι­μνές του καί ὅ­λα ὅ­σα τόν ἐμ­πο­δί­ζουν νά προ­συ­λω­θεῖ στά τε­λού­με­να μέ­σα στό να­ό, γι­ά νά μπο­ρέ­σει νά ἔ­χει πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό Θε­ό.

Θά πρέ­πει ἀ­κό­μα νά το­νί­σου­με ὅ­τι ὁ χρι­στια­νός πρέ­πει ἀ­πό τό βρά­δυ τῆς προ­η­γού­με­νης μέ­ρας θά  πρέ­πει νά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γι­ά τήν ἐκ­κλη­σί­α. Νά κοι­μᾶ­ται ἐ­νω­ρίς νά ἀ­πό­φεύ­γει ἐ­ξό­δους καί θε­ά­μα­τα πού τόν ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζουν, νά κά­νει πι­ό πολ­λή προ­σευ­χή καί ἄν θά κοι­νω­νή­σει νά δι­α­βά­ζει καί τήν «Ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Θεί­ας Με­τά­λη­ψης»

*­*­*­*­*­*­**

Δ).Ἕ­να ἄλ­λο πρό­βλη­μα πού χα­λᾶ τήν  τά­ξη στή ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι πού δέν γνω­ρί­ζουν οἱ χρι­στια­νοί πό­τε θά κά­θον­ται καί πό­τε θά στέ­κον­ται, καί ἄλ­λοι κά­θον­ται τήν ὥ­ρα πού πρέ­πει νά στέ­κον­ται καί ἄλ­λοι στέ­κον­ται τήν ὥ­ρα πού πρέ­πει νά κά­θον­ται.

Γι­ά νά ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α καί τά­ξη στην ἐκ­κλη­σί­α μας, θά ὑ­πο­δεί­ξου­με σέ ποι­ά μέ­ρη τοῦ Ὄρ­θρου καί τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μπο­ροῦ­με νά κα­θό­μα­στε καί πό­τε μπο­ροῦ­με νά στε­κό­μα­στε.

 

α) Κα­τά τή δι­άρ­κεια τοῦ ῎Ορ­θρου

1) Δέν κα­θό­μα­στε στή δι­άρ­κεια πού δι­α­βά­ζε­ται «ὁ Ἑ­ξά­ψαλ­μος».

2) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν δι­α­βά­ζε­ται τό «῾Ε­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο».

3) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­ταν ψάλ­λον­ται οἱ « Κα­τα­βα­σί­ες» καί ἡ« Ἑ­νά­τη ᾿Ω­δή » (Τήν Τι­μι­ω­τέ­ραν).

 4) Δέν κα­θό­μα­στε ὅ­τα ψάλ­λε­ται ἡ «Δο­ξο­λο­γί­α ».

 

β) Κα­τά τή δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας.

Με­τά τή  δο­ξο­λο­γι­κή ἐκ­φώ­νη­ση, « Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λε­ί­α.­.­», καί ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἤ ὁ δι­ά­κο­νος ἀρ­χί­σει τά «Εἰ­ρη­νι­κά» (᾿Εν εἰ­ρή­νη τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν) μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σου­με, καί θά ση­κω­θοῦ­με ὅ­ταν ἀρ­χί­σουν οἱ ψάλ­τες νά ψά­λουν τά «᾿Αν­τί­φω­να»­-(Ταῖς πρε­σβε­ί­αις τῆς Θε­ο­τό­κου.­.­.) Καί τό «Σῶ­σον ἡ­μᾶς Υἱ­έ Θε­οῦ.­.» (Ἐ­δῶ θά ἤ­θε­λα νά κά­μω μιά πα­ρέν­θε­ση, για­τί προ­βλή­θη­κε ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός ὅ­τι στήν ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α, τἠν ώ­ρα αὐ­τή, τό ἐκ­κλη­σί­α­σμα κα­θό­ταν, ἀ­γνο­οῦν ὅ­μως τό­τε τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη, ψάλ­λον­ταν ὄ­χι «ταῖς πρε­σβεῖ­αις», καί «τό Σῶ­σον ὑ­μᾶς», ἀλ­λά ψάλ­λον­ταν τά «Τυ­πι­κά» ψαλ­μοί τοῦ Δαυ­ΐδ, καί μπο­ροῦ­σαν νά κά­θον­ται. Τώρα ὅμως ἔχουμε ἱκεσία πρός τον Κύριο γιά σωτηρία καί νομίζω θά ἦταν ἄτοπο τό κάθισμα.)

Θά με­ί­νου­με ὄρ­θιοι μέ­χρι πού θά γί­νει καί ἡ «Μι­κρή Εἴ­σο­δος». Με­τά τή  «Μι­κρή Εἴ­σο­δο» κα­θό­μα­στε μέ­χρι πού νά ἀρ­χί­σουν οἱ ψάλ­τες νά ψάλ­λουν τόν « Τρι­σά­γιον ῞Υ­μνον», τό (῞Α­γιος ὁ Θε­ός). ῞Ο­ταν ἀρ­χί­σει νά δι­α­βά­ζε­ται τό ἀ­πο­στο­λι­κόν ἀ­νά­γνω­σμα, τό­τε κα­θό­μα­στε, γι­ά νά ση­κω­θοῦ­μεν ὅ­ταν θά δι­α­βα­στεῖ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς ἡ­μέ­ρας. Με­τά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὁ δι­ά­κο­νος ἤ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας λέ­γουν τήν«᾿Ε­κτε­νῆ Δέ­η­ση», καί τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σο­υμε μέ­χρι πού νά τε­λει­ώ­σει ἡ δέ­η­ση καί θά ἐκ­φω­νή­σει ὁ  λει­τουρ­γός, τήν ἐκ­φώ­νη­ση, (῞Ο­τι ἐ­λε­ή­μων καί φι­λάν­θρω­πος Θε­ός ὑ­πάρ­χεις.­.­.) ᾿Απ᾿ ἐ­δῶ καί μπρός ση­κω­νό­μα­στε καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με μέ κα­τά­νυ­ξη τίς εὐ­χές πού δι­α­βά­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, προ­ε­τι­μα­ζό­με­νος γι­ά τήν τέ­λε­ση τῆς ἀ­να­ί­μα­κτης Θυ­σί­ας. Μέ­νο­μεν ὄρ­θιοι καί κα­τά τή δι­άρ­κεια τοῦ « Χε­ρου­βι­κοῦ ῾Υ­μνου» καί πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό νά κα­θό­μα­στε τήν ὥ­ρα πού οἱ ψάλ­τες ψάλ­λουν «οἱ τά Χε­ρου­βίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζον­τες», ἐ­πει­δή τά «Χε­ρου­βίμ»᾿ ὄρ­θια καί μέ φό­βο καί τρό­μο λα­τρε­ύ­ουν τό Θε­ό· Πῶς ἐ­μεῖς κα­θό­μα­στε ἀ­φοῦ εἰ­κο­νί­ζο­μεν τά Χε­ρου­βίμ;

Θά με­ί­νο­μεν ὄρ­θιοι, ἀλ­λά ὑ­πο­κλει­νό­με­νοι μέ­χρι πού θά τε­λει­ώ­σει ἡ «Με­γά­λη εἴ­σο­δος» καί ὅ­ταν οἱ λει­τουρ­γοί εἰ­σέλ­θουν στό ῾Ι­ε­ρό Βῆ­μα καί το­πο­θε­τή­σουν τά «Τί­μια Δῶ­ρα» πά­νω στήν ῾Α­γί­αν Τρά­πε­ζαν καί ἀρ­χί­σουν νά λέ­γουν τήν « ᾿Ε­κτε­νῆ δέ­η­ση» τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­θί­σο­με μέ­χρι τήν ἐκ­φώ­νη­ση «Δι­ά τῶν οἰ­κτιρ­μῶν.­.» ᾿Α­πό τή στι­γμή αὐ­τή μέ­νο­μεν ὄρ­θιοι καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με μέ κα­τά­νυ­ξη καί προ­σο­χή τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α καί τόν κα­θα­για­σμό τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων σέ Σῶ­μα καί Αἷ­μα Χρι­στοῦ.  ῎Ε­τσι στε­κό­με­νοι τήν ὥ­ρα τοῦ « ᾿Ε­ξαι­ρέ­τως» μνη­μο­νε­ύ­ο­μεν καί πα­ρα­κα­λοῦ­μεν γι­ά ὅ­σους θυ­μό­μα­στε, ζων­τα­νο­ύς καί κε­κοι­μη­μέ­νους. ᾿Α­πό τή στι­γμή αὐ­τή καί  μπρός πρέ­πει νά στε­κό­μα­στε για­τί εἶ­ναι πα­ρών, μπρο­στά μας, ὁ­λό­σω­μος ὁ Χρι­στός πε­ρι­μέ­νον­τας ὅ­λους ἑ­μᾶς νά τόν με­τα­λά­βο­με γι­ά νά μᾶς ἁ­γι­ά­σει, νά μᾶς θε­ώ­σει. Αὐ­τή τήν πε­ρί­ο­δο γί­νε­ται ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α, μέ προ­σευ­χή, τό­σο τοῦ ἱ­ε­ρέ­α ὅ­σο καί τῶν πι­στῶν πού θά κοι­νω­νή­σουν.   Πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ὄρ­θιοι καί κα­τά τή δι­άρ­κεια τῆς Θε­ί­ας με­τά­λη­ψης ἀ­πό το­ύς πι­στο­ύς. Εἶ­ναι ἀ­σέ­βεια νά εἶ­ναι ὁ Χρι­στός ἐ­νώ­πι­όν μας, νά προ­σφέ­ρε­ται γι­ά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κά­θε­νός μας  καί ἐ­μεῖς νά κά­θό­μα­στε.

῎Αν αὐ­τές οἱ σύν­το­μες ὑ­πο­δε­ί­ξεις ἄν ἐ­φαρ­μο­στοῦν, σί­γου­ρα θά ὑ­πάρ­χει ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α στίς ἀ­κο­λου­θί­ες μας.

Θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι ἐ­ξαι­ροῦ­νται ὅ­σοι γι­ά δι­ά­φο­ρους σο­βα­ρούς λό­γους δέ μπο­ροῦν νά στα­θοῦν τό­ση ὥ­ρα,  ἄς στα­θοῦν ὅ­σο μπο­ροῦν αὐ­τοί.

 

 

 

 

9.Ἡ ἀ­πο­χώ­ρη­ση ἀ­πό τό Να­ό

Καί τό θέ­μα αὐ­τό εἶ­ναι μι­ά κα­κή βλα­βε­ρή συ­νή­θει­α. Βλέ­πεις με­ρι­κούς νά ἀ­πο­χω­ροῦ­ν ἀ­πό τήν ἐκκλησία, τήν ὥ­ρα τοῦ «Κοι­νω­νι­κοῦ» καί ἀλ­λοι ὅ­ταν κοι­νω­νή­σουν. Αὐ­τό δεί­χνει ἀ­σέ­βει­α, ἀ­μέ­λει­α καί προ­σβο­λή πρός τόν Χρι­στό μας πού τό­σα ἀ­γα­θά μᾶς πα­ρέ­χει.  Δέν  μπο­ρεῖ κα­νείς νά φύ­γει ἀ­πό τήν ἐκκλησία ἄν δέ  ἐκ­φω­νή­σει ὁ λει­τουρ­γός τό «Ἐν εἰ­ρή­νη προ­έλ­θω­μεν» καί τό «Δι­’εὐ­χῶν…» Ὅ­ταν σέ κα­λέ­σει ὁ Δή­μαρ­χος ἠ ἄλ­λος ἄρ­χο­ντας τῆς πο­λι­τεί­ας μή­πως φεύ­γεις πρίν νά σοῦ δώ­σει τήν ἄ­δει­α, «μπο­ρεῖς νά πη­γαί­νεις;»  ἀ­σφα­λῶς δέν ἀ­πο­χω­ρεῖς μή­πως τόν προ­σβά­λεις. Ἔ, Τό­τε γι­α­τί φεύ­γεις ὅ­ταν βρί­σκε­σαι ἐ­νώ­πι­ον,  ὄ­χι ἄρ­χο­ντα, ἀλ­λά αὐ­τοῦ τοῦ  Θε­οῦ, τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τοῦ κό­σμου;   Ἡ ἀ­πά­ντη­ση εἶ­ναι δι­κή σου.

 

10.Προ­φά­σεις ἐν  ἁ­μαρ­τί­αις

 

Σάν ἕ­να μι­κρό ἔν­θε­το θά προ­σθέ­σου­με ἐ­δῶ καί τίς προ­φά­σεις, καί θά ἀ­παν­τή­σου­με σέ με­ρι­κούς πού προ­φα­σί­ζον­ται δι­ά­φο­ρες αἰ­τί­ες γιά νά  δι­και­ο­λο­γή­σουν τήν ἀ­που­σί­α τους ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α.

Ἐ­πει­δή προ­βάλ­λο­νται δι­και­ο­λο­γί­ες σάν ἐ­μπό­δι­α τοῦ ἐκ­κ­λη­σι­α­σμοῦ, θά ἦ­ταν πα­ρά­λει­ψη νο­μί­ζω νά μήν  ἀ­να­σκευ­ά­ζα­με αὐ­τές τίς «προ­φά­σεις ἐν ἁ­μαρ­τί­ες».

α) Σάν πρώ­τη δι­και­ο­λο­γί­α προ­βάλ­λουν κά­ποι­οι:« Εἶ­μαι φτω­χός καί πρέ­πει νά δου­λέ­ψω νά ζή­σω τά παι­δι­ά μου καί γι­α­τοῦ­το δέν ἔ­χω χρό­νο νά ἐκ­κ­λη­σι­α­στῶ». Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, φαί­νε­ται ὅ­τι ἀ­γνο­οῦν μι­ά με­γά­λη ἀ­λή­θει­α καί πά­σχουν ἀ­πό ὁ­λι­γο­πι­στί­α στή θεί­α Πρό­νοι­α.  Εἶ­σαι τό­σο σί­γου­ρος ἀ­δελ­φέ μου ὅ­τι μέ τί δι­κή σου δύ­να­μη καί προ­σπά­θει­α θά τά οἰ­κο­νο­μή­σεις ὅ­πως θέ­λεις;  Δέν γνω­ρί­ζεις πό­σο ἀ­δύ­να­το πλᾶ­σμα εἶ­σαι, ἀ­φοῦ καί μι­ά μι­κρή γρίπ­πη μπο­ρεῖ νά σέ  κα­θη­λώ­σει στό κρεβ­βά­τι γι­ά πολ­λές μέ­ρες; Γι­α­τί ἀ­πι­στεῖς καί ἀμ­φι­βάλ­λεις στό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου πού λέ­γει, ὅ­τι Αὐ­τός με­ρι­μνᾶ γι­ά τά χόρ­τα τοῦ ἀ­γροῦ καί δέ θά με­ρι­μνή­σει γι­ά σέ­να καί τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά σου, τίς ζω­ντα­νές εἰ­κό­νες Του; Δέν ἀ­ντι­λαμ­βά­νε­σαι ὅ­τι χω­ρίς τή βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ δέν κα­τορ­θώ­νεις τί­πο­τα; Ἄν ὁ Θε­ός δέ σέ προ­φυ­λά­ξει μά­ται­α κο­πι­ά­ζεις. Ἅν ὁ Θε­ός δέ στεί­λει τόν ἥ­λι­ο Του καί τή βρο­χή πῶς θά θά τρα­φεῖς, πῶς θά ἐ­πι­βι­ώ­σεις πά­νω στή γῆ; Ἀλ­λά καί ἡ συ­νε­χής ἐρ­γα­σί­α πολ­λούς ἔ­στει­λε πρό­ο­ρα στόν ἄλ­λο κό­σμο. Μέ  τό νά πέ­σεις μέ τά μοῦ­τρα στήν  δου­λει­ά τό μό­νο πού θά κα­τα­φέ­ρεις εἶ­ναι νά ἐ­ξα­ντλη­θεῖς καί τό πι­ό σί­γου­ρο νά ἀρ­ρω­στή­σεις καί ἐ­κεῖ­να πού  μά­ζε­ψες νά τά σκορ­πί­σεις χω­ρίς κα­νέ­να ὄ­φε­λος. Εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι τά γνω­ρί­ζεις αὐ­τά . Καί γι­ά τοῦ­το πρέ­πει νά πεί­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου καί νά ἀ­ντα­πο­κρί­νε­σαι στήν ἐ­ντο­λή τοῦ Κυ­ρί­ου καί νά ἐκ­κ­λη­σι­ά­ζε­σαι γι­ά τό κα­λό τῆς ψυ­χῆς σου, ἀλ­λά καί τοῦ σώ­μα­τός σου. Γι­α­τί ὅ­ταν ξε­κου­ρα­στεῖς τήν Κυ­ρι­α­κή θά ξε­κι­νή­σεις τή Δευ­τέ­ρα ἀ­να­νε­ω­μέ­νος καί  θά ἀ­πο­δώ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν ἐρ­γα­σί­α σου. Καί νά­χεις πά­ντο­τε στό νοῦ σου, ὅ­τι χω­ρίς τό Θε­ό τί­πο­τα δέν κα­τορ­θώ­νεις καί νά θυ­μᾶ­σαι, ὅ­σοι ἀ­πο­μα­κρυ­νο­νται ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν ἐκκλησία Του ἀ­πο­λοῦ­νται, χά­νο­νται Χά­νο­νται γι­α­τί φεῦ­γουν ἀ­πό τή ζω­ή χω­ρίς ἐ­φό­δι­α, χω­ρίς «εἰ­ση­τή­ρι­ο» καί  δέ μπο­ροῦν νά πε­ρά­σουν τήν  θύ­ρα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καί μέ­νουν στό αἰ­ώ­νι­ο σκό­τος μέ τό δι­ά­βο­λο πού τούς πα­ρέ­συ­ρε μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν ἐκκλησία καί δέν πῆ­ραν «εἰ­ση­τή­ρι­ο.» Αὐ­τό τό «εἰ­ση­τή­ρι­ο» εἶ­ναι τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καί μό­νο μέ­σα ἀ­πό τήν ἐκκλησία μπο­ρεῖς νά τό πά­ρεις.

β) Δεύ­τε­ρη πρό­φα­ση ἤ δι­και­ο­λο­γί­α εἶ­ναι: « Ἀ­φοῦ δέν κα­τα­λαμ­βαί­νω τή γλώσ­σα τῆς ἐκκλησίας, γι­α­τί νά πά­ω;»  Σί­γου­ρα ἡ πρό­φα­ση αὐ­τή φα­νε­ρώ­νει ἀ­μέ­λει­α, ρα­θυ­μί­α καί ἀ­δι­α­φο­ρί­α, γι­α­τί ἄν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ὁ  ἄν­θρω­πος σί­γου­ρα θά  μά­θαι­νε τή γλώσ­σα, ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα του καί θά ἔ­κα­νε προ­σπά­θει­α. Δέν προ­σπα­θεῖ ὅ­μως γι­α­τί δέ θέ­λει καί  ἐ­πει­δή ἀ­γνο­εῖ τό σκο­πό γι­ά τόν ὁ­ποῖ­ο θά πρέ­πει νά πά­ει στήν ἐκκλησία˙ ἀ­γνο­εῖ ἀ­κό­μα καί  τά πνευ­μα­τι­κά ἀ­γα­θά πού  θά ἀ­πο­κο­μί­σει, ἀ­γνο­εῖ τό συμ­φέ­ρο του. Γι­α­τί πῶς ἀλ­λοι­ῶς θά τό ἐ­ξη­γή­σου­με; Ὅ­ταν πρό­κει­ται νά στα­δι­ο­δρο­μή­σει στήν  πρό­σκαι­ρη τού­τη ζω­ή, ξο­δεύ­ει χρό­νο καί χρῆ­μα καί μαν­θά­νει δύ­σκο­λες ξέ­νες γλώσ­σες μέ τό­ση ὄ­ρε­ξη χω­ρίς πα­ρά­πο­να καί δι­στα­γμούς, καί ἐ­δῶ πού ἀ­φο­ρᾶ τό αἰ­ώ­νι­ο μέλ­λον τῆς ἀ­θά­να­της ψυ­χῆς του δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά  μά­θει τή γλώσ­σα του; Μή­πως αὐ­τό δέ φα­νε­ρώ­νει καί ἕ­να ἄν­θρω­πο πού  ἀρ­κεῖ­ται στήν ὑ­λι­στι­κή θε­ώ­ρη­ση τῶν πρα­γμά­των;

Φαί­νε­ται λοι­πόν ὅ­τι εἶ­ναι πρό­φα­ση καί ὄ­χι πρα­γμα­τι­κό ἐ­μπό­δι­ο ἡ ἄ­γνοι­α τῆς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κῆς γλώσ­σας καί δέ θά ἔ­χουν κα­νέ­να δι­και­ο­λο­γι­τι­κό τήν  ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως καί θά ὑ­πο­στοῦν οἱ  ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί τίς συ­νέ­πει­ες τῶν  προ­φά­σε­ών τους.

γ) Εἶ­ναι καί κά­ποι­οι ἄλ­λοι πού λέ­νε: «Τί νά πά­ω στην ἐκκλησία ἀ­φοῦ ἀ­κού­ω πά­ντα τά ἴ­δι­α;» Καί πά­λιν ἡ ἄ­γνοι­α τῶν πρα­γμά­των εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας αὐ­τῆς.  Ἄν δι­ά­βα­ζαν οἱ ἄν­θρω­ποι τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο μέ τή προ­θυ­μί­α πού δι­α­βά­ζουν τίς ἐ­φη­με­ρί­δες, σί­γου­ρα δέ θά  ἔ­λε­γαν τέ­τοι­α δι­και­ο­λο­γί­α, ἀλ­λά θά  ἐ­γνώ­ρι­ζαν ὅ­τι ὅ Κύ­ρι­ος μας  ἔ­δω­κε ἐ­ντο­λή νά  τε­λοῦ­με πά­ντο­τε τήν ἴ­δι­α πρά­ξη τῆς θυ­σί­ας του γι­ά νά  τρε­φώ­μα­στε πά­ντο­τε μέ τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα Του. « Τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἐ­μήν ἀ­νά­μνη­ση»[11] Κά­νου­με πά­ντο­τε αὐ­τό πού δι­έ­τα­ξε ὁ Χρι­στός μας, γι­α­τί αὐ­τό χρει­α­ζό­μα­στε γι­ά νά ζεῖ πά­ντο­τε ἡ ψυ­χή μας.  Ἄλ­λω­στε γι­α­τί τρῶ­με κα­θη­με­ρι­νά τό ἴ­δι­ο ψω­μί καί δέ δι­α­μαρ­τυ­ρό­μα­στε; ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἡ βά­ση τῆς ζω­ῆς μας .  Στή ζω­ή μας  σέ πολ­λές πε­ρι­πτω­σεις , κά­θε μέ­ρα ἐ­πε­να­λαμ­βά­νου­με τά ἴ­δι­α πρά­γμα­τα, χω­ρίς νά  ἐ­νο­χλού­μα­στε.  Ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πού γι­ά χρό­νι­α κα­θη­με­ρι­νά κά­νουν τήν ἴ­δια ἐρ­γα­σί­α καί δέν  τήν ἀφήνουν. Τό ἴ­δι­ο γί­νε­ται καί μέ τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α στήν ἐκκλησία μας˙ τε­λοῦ­με πά­ντο­τε τήν ἴ­δι­α θυ­σί­α γι­α­τί αὐ­τή χρει­α­ζό­μα­στε μέ­χρι πού νά ἔλ­θει ὁ Κύ­ρι­ος.

Ἐ­κεῖ­νο πού χρει­ά­ζο­νται οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί καί γι­ά νά μήν τούς ἐ­νο­χλεῖ ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, εἶ­ναι νά φρο­ντί­σουν νά με­λε­τή­σουν νά μά­θουν, νά κα­τα­το­πι­σθοῦν σ’ αὐ­τά πού ἀ­φο­ροῦν τήν ἐκκλησία καί τό σκο­πό της καί ὅ­ταν τό κά­νουν αὐ­τό σί­γου­ρα θά ἀλ­λά­ξουν γνώ­μη καί δι­ά­θε­ση. Γι­’ αὐ­τό φρον­τί­σα­με στήν ἀρ­χή τοῦ πα­ρό­ντος καί γρά­ψα­με λί­γα , πού ἄν τά λά­βουν σω­στά ὑ­πό­ψιν σί­γου­ρα θά ἀρ­χί­σουν νά κα­τα­λαμ­βαί­νουν μέ­χρι πού νά μά­θουν πε­ρισ­σό­τε­ρα καί συ­μπλ­ρώ­σουν τή γνώ­ση τους, καί τό­τε εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι τά πρά­γμα­τα θά ἀλ­λά­ξουν. Ἄς τό εὐ­χη­θοῦ­με.

δ) Ὑ­πάρ­χει καί μι­ά ἄλ­λη πρό­φα­ση πού ἔ­χει τήν αἰ­τί­α της  πά­λιν στην ἄ­γνοι­α γι­ά τήν ἐκκλησία.  Εἶ­ναι με­ρι­κοί πού λέ­νε: « Γι­α­τί νά πά­ω στην ἐκκλησία,  δέν προ­σεύ­χο­μαι στό σπί­τι μου; Σί­γου­ρα μπο­ρεῖς νά προ­σευ­χη­θεῖς καί στό σπί­τι σου, ἀλ­λά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι στήν  ἐκκλησία δέν πη­γαί­νεις μό­νο νά προ­σευ­χη­θεῖς, ἀλ­λά πη­γαί­νεις νά λει­τουρ­γη­θεῖς καί νά μεταλάβεις τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Στήν ἐκκλησία πη­γαί­νεις νά ἑ­νω­θεῖς μέ τά ἄλ­λα μέ­λη γι­ά νά  ἀ­πο­τε­λέ­σε­τε τό Σῶ­μα του Χρι­στοῦ, νά προ­σφέ­ρε­τε  Αὐ­τόν τό Σω­τή­ρα Χρι­στό θυ­σί­α στόν οὐ­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα, νά συμ­με­τά­σχεις στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, νά ἑ­νω­θεῖς μέ τό Θε­ό καί νά ἀ­πο­λαύ­σεις τά ἀ­γα­θά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, Κά­νεις στό σπί­τι σου κά­τι τέ­τοι­ο; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι. Ἀ­κό­μα καί ἡ προ­σευ­χή σου στό σπί­τι σου δέν  ἔ­χει τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα πού ἔ­χει ἡ προ­σευ­χή στήν  ἐκκλησία, μέ τούς ἱ­ε­ρεῖς καί τό πλῆ­θος τῶν πι­στῶν. Γι­ά τόν ἕ­να λέ­γει ὁ Κύ­ρι­ος:« οὐ­αί τῷ ἑ­νί», ἐ­νῶ γι­ά τούς πολ­λούς λέ­γει:« ὅ­που ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἤ τρεῖς  μα­ζε­μέ­νοι στό ὄ­νο­μά μου, καί ἐ­γώ βρί­σκο­μαι ἀ­νά­με­σά τους». Βλέ­πεις τή δι­α­φο­ρά; Σκέ­ψου λοι­πόν, μήν  ξα­να­δι­και­ο­λο­γη­θεῖς, γι­α­τί ζη­μι­ώ­νεις­ τόν ἑ­αυ­τό σουû καί ἄν αὐ­τό συ­νε­χί­σει μέ­χρι τέ­λους τῆς ζω­ῆς σου, ἔ­χα­σες τήν εὐ­και­ρί­α γι­ά ζή­σεις στή ζω­ή τοῦ Πα­ρα­δεί­σου πού εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νι­α χα­ρά καί εὐ­τυ­χί­α.

 

 


[1] Ἐφεσίους,3,11.

[2] Α΄Κορ.12,12.

[3] Ρωμ.. 12,15.

[4] Ἰωάννην. 17,22.

[5] Γένεση. 2. 2.

[6] Ἔξοδος. 20. 9,11.

[7] Δευτερ. 4. 10.

[8] Ἔξοδος  23.12.

[9] Βλέπε παραβολή βασιλικῶν γάμων∙ (Ματθ. Κβ΄11-14

[10] Α΄ Κορ. 14. 40.

[11] Λουκ. 22.19.

Αναρτήθηκε στις Κατηγορίες. Ετικέτες: , . Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Περί Εκκλησιασμού, Θείας Μεταλήψεως και Ευταξίας