ΟΧΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΑΡ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶναι μερικοί, ποὺ δικαιολογοῦνται πὼς δὲν ὑπάρχουν σήμερα καλοὶ Ἱερεῖς καὶ κατάλληλοι Ἐξομολόγοι. Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη ἀνακρίβεια. Σήμερα ὑπάρχουν καλοὶ Ἐξομολόγοι, περισσότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ψάξωμε νὰ τοὺς βροῦμε.

Ἂς κάνουμε γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς ὅτι κάνουμε καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος. Ὅταν ἀρρωστήσωμε, ἐρωτοῦμε νὰ μάθωμε ποὺ εἶναι ὁ καλὸς γιατρός. Καὶ εἴμεθα διατεθειμένοι νὰ φθάσωμε καὶ στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἀκόμη. Γιατί νὰ μὴν κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας; Θὰ σὲ ἐρωτοῦσα ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο: Μήπως ἐξετάζεις τί ἄνθρωπος εἶναι ὁ γιατρός, ὁ φαρμακοποιός, ὁ ἀρτοποιός σου; Δὲν πηγαίνεις μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πάρῃς ὅτι σου χρειάζεται, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν;

Ἔπειτα μὴ λησμονεῖς ὅτι ἡ χάρις τοῦ Μυστηρίου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἱερέως. Ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου, τὴν ὁποίαν πηγαίνεις νὰ λάβῃς στὴν Ἐξομολόγησι, δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἱερέα, ἄλλ᾿ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐὰν προσέξης, θ᾿ ἀκούσης, στὸ τέλος τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸν Ἱερέα, μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τῆς εὐχῆς, νὰ σοῦ λέῃ καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, (ὄχι ἐγώ), διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος, ἔχει σε συγκεχωρημένον καὶ λελυμένον».

ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;

ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ταχύτερο. Χωρὶς νὰ χάσῃς καθόλου καιρό. Μὴ πῇς: Ἐξομολογοῦμαι ἀργότερα. Ὁ καιρὸς δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία σου. Πόσους δὲν ἐγέλασε καὶ δὲν κατέστρεψε ἔτσι ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος! Ὅσο ἀναβάλλεις, τόσο συσσωρεύονται ὅλοι καὶ περισσότερες ἁμαρτίες. Ὅσο περνᾷ ὁ καιρός, τόσο οἱ ἁμαρτίες σου θὰ γίνωνται βαρύτερες καὶ χειρότερες. Μὴ φαντάζεσαι ὅτι οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ ἔφθασαν διὰ μιᾶς στὸ κατάντημά τους. Ἀπὸ μικρὲς ἁμαρτίες ἄρχισαν καὶ σιγὰ – σιγά, χωρὶς τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἐνίσχυσι τῆς Ἐξομολογήσεως, ἡ ψυχή τους συνήθισε στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι προχώρησαν ἀπὸ τὶς μικρότερες στὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν. Μὲ τὴν Ἐξομολόγησι βγάζεις ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σου τοὺς σπόρους τοῦ κακοῦ, ποὺ σπέρνει ὁ διάβολος, καὶ δὲν τοὺς ἀφίνεις νὰ ριζολογήσουν καὶ νὰ ἀναπτυχθοῦν. Ἐπὶ πλέον, ὅσο ἀναβάλλεις νὰ ἐξομολογηθῇς, τόσο δυσκολώτερο σοῦ φαίνεται νὰ πλησιάσῃς στὸν Πνευματικό. Μὴ πῇς μὲ τὸν νοῦ σου: Θὰ μετανοήσω καὶ θὰ ἐξομολογηθῶ, ὅταν θὰ γηράσω. Ποιὸς σοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ γηράσης; καὶ πὼς φαντάζεσαι ὅτι θὰ ἔχῃς τὴν ἀντοχὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μετανοήσῃς, ὅταν ξέρῃς πόσο ἀδύνατη γίνεται καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ σκέψις καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἡλικιωμένου ἀνθρώπου;

Μὴ σκεφθῇς: Τώρα εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός. Θὰ φροντίσω σιγὰ-σιγὰ νὰ διορθωθῶ καὶ μετὰ ἐξομολογοῦμαι. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ βαρειὰ ἄρρωστος ἔλεγε θὰ γίνω καλύτερα καὶ μετὰ θὰ πάω στὸν γιατρό. Μὴν ἀφήσης νὰ πᾷς στὸν Πνευματικὸ τὴν τελευταία στιγμή, τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων Ἑορτῶν. Τότε εἶναι τόσοι πολλοὶ ποὺ περιμένουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, ὥστε εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀπὸ μέρους σου καὶ ἀπὸ μέρους ἐκείνου νὰ κάνῃς μία καλὴ Ἐξομολόγησι.

Πότε λοιπὸν θὰ ἐξομολογηθῆς;

Κάθε πότε πλένεσαι; Κάθε πότε πλένεις τὰ ροῦχα σου; Μήπως μένεις ἄπλυτος καὶ μὰ ἀκάθαρτα ροῦχα, λέγοντας ὅτι θὰ καθαριστῇς τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα; Μήπως ὅταν πονᾷς ἢ ὅταν σὲ καίῃ ὁ πυρετός, ἀφίνεις, ἔστων καὶ ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, νὰ ζητήσῃς τὴν βοήθεια τοῦ γιατροῦ; Ὅτι κάνῃς γιὰ τὸ σῶμα σου, θὰ κάνῃς καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου. Μόλις αἰσθανθῇς τὸ πρῶτο λέρωμα, τὴν πρώτη πληγῆ, τὸ πρῶτο βάρος τῆς ἁμαρτίας, θὰ τρέξης ἀμέσως χωρὶς ἀναβολή.

Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. (Κοντάκιον Κυριακῆς Ἀσώτου)

Αναρτήθηκε στις Κατηγορίες. Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΟΧΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ